βολή: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βολή:''' ἡ ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ρίψη]], [[πλήγμα]] ή [[τραύμα]] ενός βλήματος, αντίθ. προς το <i>πληγὴ</i> ([[πλήγμα]] από [[σπαθί]] ή [[δόρυ]]), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· <i>βολαῖς [[σφόγγος]] ὤλεσεν γραφήν</i>, από το [[χτύπημα]] ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το [[βέλος]]· <i>βολὴ ὀφθαλμῶν</i>, γρήγορο [[βλέμμα]] των ματιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βολαὶ κεραύνιοι</i>, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· <i>βολαὶ ἡλίου</i>, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· <i>βολὴ χιόνος</i>, [[χιονοθύελλα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''βολή:''' ἡ ([[βάλλω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ρίψη]], [[πλήγμα]] ή [[τραύμα]] ενός βλήματος, αντίθ. προς το <i>πληγὴ</i> ([[πλήγμα]] από [[σπαθί]] ή [[δόρυ]]), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· <i>βολαῖς [[σφόγγος]] ὤλεσεν γραφήν</i>, από το [[χτύπημα]] ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όπως το [[βέλος]]· <i>βολὴ ὀφθαλμῶν</i>, γρήγορο [[βλέμμα]] των ματιών, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>βολαὶ κεραύνιοι</i>, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· <i>βολαὶ ἡλίου</i>, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· <i>βολὴ χιόνος</i>, [[χιονοθύελλα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βολή:''' ἡ [[βάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> метание, бросок (κύβων Soph.; πέτρων Eur.; ἀκοντίου Xen.; ἀγκίστρου Plut.): [[μέχρι]] λίθου βολῆς χωρῆσα Thuc. подойти на расстояние брошенного камня; β. χιόνος Eur. густой снег;<br /><b class="num">2)</b> удар (нанесенный издали) (πληγαὶ καὶ βολαί Hom.); βολαὶ κεραύνιοι Aesch. удары молний; βολαὶ (ἡλίου) Soph., Eur. солнечные лучи, солнечный зной; β. ὀφθαλμῶν Hom. или βλεμμάτων Aesch. взгляд, взор; βολαὶ ἔρωτος Anth. любовные раны.
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βολή Medium diacritics: βολή Low diacritics: βολή Capitals: ΒΟΛΗ
Transliteration A: bolḗ Transliteration B: bolē Transliteration C: voli Beta Code: bolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A throw:    1 stroke or wound of a missile (opp. πληγή, of sword or pike), Od.17.283, cf. 24.161; β. πέτρων E.Or.59; λίθων Phld.Ir.p.31 W. (pl.); μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς Th.5.65; β. ἔρωτος shafts of love, AP12.160; βολαῖς . . σφόγγος ὤλεσεν γραφήν by its stroke or touch, A.Ag.1329; swing of ἁλτῆρες, Antyll. ap. Orib. 6.34.1.    2 κύβων βολαί throws or casts of dicc, S.Fr.429.    3 metaph., β. ὀφθαλμῶν quick glances, Od.4.150; κάτω . . βλεμμάτων ῥέπει β. A.Fr.242, cf. Philostr.VS2.27.5.    4 β. κεραύνιοι thunder-bolts, A. Th.430; βολαὶ ἡλίου sun-beams, S.Aj.877, cf. E.Ion 1134; χρυσοῦ . . βολαῖς with golden rays, of a statue, IG14.1026 (iii A. D.); βολαὶ χιόνος radiance, E.Ba.662; τὰς ψυχὰς οἷον βολὰς εἶναι λέγουσιν Plot.6.4.3.    5 βολαί, = ὠδῖνες, Procop.Goth.4.22.    6 payment, ἀποδώσω ἐπὶ βολαῖς δυσίν Stud.Pal.20.139 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, der Wurf (s. βάλλω); Hom. dreimal, Odyss. 17, 283 οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, 24, 161 ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἔνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν; übertr., vom Blicke der Augen 4, 150 κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες ὀφθαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ' ἐφύπερθέ τε χαῖται. – Hesiod. Th. 683 ἔνοσις δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον, ποδῶν τ' αἰπεῖα ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων· ἃς ἄρ' ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα; κεραύνιοι Aesch. Spt. 412, wie Eur. Troad. 92; Lycophr. 560; πέτρων Eur. Or. 59; ἀκοντίου Xen. Hell. 4, 5, 15; ἀγκίστρου Plut. Sol. 26; βελέων Opp. Cyn. 3, 137. Uebertr., Blick, βλεμμάτων Aesch. frg. 224; vgl. Herodian. 1, 7, 9; ἡλίου, Sonnenstrahlen, Soph. Ai. 877; Eur. Or. 1259; Ap. Rh. 1, 607; χιόνος Eur. Bacch. 661; χρυσοῦ Ep. ad. 189 (App. 256); übh. = βέλος, z. B. ἔρωτος Ep. ad. 18 (XII, 160). Bei Theophr. ἀνθῶν, das Abwerfen, Verlieren.

Greek (Liddell-Scott)

βολή: ἡ, (βάλλω) τὸ ῥίψιμον ἢ τὸ κτύπημα βλήματος πολεμικοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πληγή, δηλαδὴ κτύπημα ξίφους ἢ δόρατος εὑρισκομένου ἐν τῇ χειρὶ τοῦ πλήττοντος. Ὀδ. Ρ. 283, πρβλ. Ω. 160· β. πέτρων Εὐρ. Ὀρ. 59· μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς Θουκ. 5. 65· ὡσαύτως, κύβων βολαί, ῥίψιμον τῶν κύβων, Σοφ. Ἀποσπ. 381· βολαῖς... σπόγγος ὤλεσεν γραφὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1329 2) μεταφ. ὡς τὸ βέλος, β. ὀφθαλμῶν, ταχύ βλέμμα, Ὀδ. Δ. 150· κάτω... βλεμμάτων ῥέπει β. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238, πρβλ. Ἀγ. 742. 3) ὡσαύτως, βολαὶ κεραύνιοι, κεραυνοί, ὁ αὐτ. Θήβ. 430· βολαὶ ἡλίου, ἀκτῖνες, Σοφ. Αἴ. 877· καὶ ἄνευ τοῦ ἡλίου, πρὸς μέσας βολὰς Εὐρ. Ἴων. 1135· οὕτω, χρυσοῦ... βολαῖς, μὲ χρυσᾶς ἀκτῖνας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 832· βολὴ χιόνος, νιφετός, Εὐρ. Βάκχ. 661.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 jet d’un projectile;
2 trait lancé : βολαὶ κεραύνιοι ESCHL traits de la foudre ; βολαὶ ἡλίου SOPH la région d’où partent les rayons du soleil, l’orient ; βολὴ ὀφθαλμῶν OD regards qu’on lance;
3 p. ext. coup porté de loin (par une arme de trait).
Étymologie: βάλλω.

English (Autenrieth)

(βάλλω): throw, throwing, pelting, only pl.; ὀφθαλμῶν βολαί, ‘glances,’ Od. 4.150. (Od.)

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1lanzamiento, tiro, disparo ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν Od.24.161, ἀσπίδες ... ἔχμα βολάων A.R.4.201, πέτρων E.Or.59, cf. Lyc.778, Philostr.VA 5.26, δίσκων καὶ ἀκοντίων Gal.17(2).8, τόξου Babr.1.2
c. noción de distancia μέχρι ... λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς a distancia de un tiro de piedra o de dardo Th.5.65, cf. X.HG 4.5.15, Eu.Luc.22.41, μακρόθεν ὡσεὶ τόξου βολήν LXX Ge.21.16.
2 aplicación plu., A.A.1329.
3 objeto lanzado esp. rayo Λικυμνίαι βολαί que acabaron con la vida de Licimnio, Ar.Au.1242, κεραύνιοι βολαί rayos A.Th.430, Lyc.528, ἡλίου S.Ai.877, E.Io 1134, Or.1259, Q.S.3.581
p. ext. brillo, destello, resplandor ὀφθαλμῶν βολαί mirada centelleante, Od.4.150, Philostr.Im.2.19.3, cf. A.Fr.242, Philostr.VS 619, χιόνος E.Ba.662, χρυσοῦ (ref. a una estatua) IUrb.Rom.191a.2 (III d.C.), οὐρανίαι βολαί Nonn.Par.Eu.Io.1.5, de Sión, Nonn.Par.Eu.Io.1.44, τὰς ψυχὰς οἷον βολὰς εἶναι λέγουσιν Plot.6.4.3, νόοιο βολαί destellos de la inteligencia (ref. a la mirada), Orác. en Porph.Plot.22.35.
II c. noción de resultado
1 herida, golpe producido por un objeto arrojadizo, op. πληγή del combate cuerpo a cuerpo ἰωὴ ... βολάων τε κρατεράων Hes.Th.683, cf. Od.17.283, ὁπόταν ἐξ ὑψηλοτέρου γίνηται ἡ β. Hp.VC 11.
2 dolor del parto, como explicación gram. al epít. Βολοσία de Ártemis ἐπεὶ καὶ βολὰς τὰς ὠδῖνας ὠνόμαζον Procop.Goth.4.22.29.
3 ocasión, vez ὅταν οὖν χασμηθῶ τρεῖς βολάς Aesop.301, ἄλλας δύο βολὰς ἔγραψα Stud.Pal.20.223.3 (VI/VII d.C.).
4 pago, plazo ἐπὶ βολαῖς δεε (l. δύο) Stud.Pal.20.139.18 (VI d.C.), cf. 10.152ue.7, 8 (VI/VII d.C.).

• Etimología: v. βάλλω.

English (Abbott-Smith)

βολή, -ῆς, ἡ (< βάλλω), [in LXX: Ge 21:16 (טחה), II Mac 5:3, III Mac 5:26*;]
a throw; λίθου β. (Thuc., v, 65, 2), a stone's throw: Lk 22:41.†

English (Strong)

from βάλλω; a throw (as a measure of distance): cast.

English (Thayer)

βολης, ἡ (βάλλω), a throw: ὡσεί λίθου βολήν about a stone's throw, as far as a stone can be cast by the hand, ὡσεί τόξου βολήν, μέχρι λίθου καί ἀκοντιου βολης, Thucydides 5,65; ἐξ ἀκοντιου βολης, Xenophon, Hell. 4,5, 15).

Greek Monolingual

(I)
η (AM βολή)
1. εκσφενδόνιση, εκτόξευση, ρίξιμο
2. το ρίξιμο των κύβων, η ζαριά
3. το βέλος ή το βλήμα
νεοελλ.
1. ο πυροβολισμός και ο ήχος του
2. η τροχιά του βλήματος
3. η οδοντοφυΐα
μσν.
βολαί, αἱ
οι πόνοι του τοκετού
αρχ.
φρ.
1. «βολή....» ή «βολαὶ ὀφθαλμῶν» — γρήγορες ματιές
2. «βολαὶ ἡλίου» — οι ακτίνες του ήλιου
3. «πρὸς μέσας βολάς» — κατά το μεσημέρι
4. «βολὴ χιόνος» — ο χιονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βολ- (βλ. βάλλω)].———————— (II)
η
ευχέρεια, άνεση, ευκολία («κοιτάει μόνο τη βολή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βολεύω.].

Greek Monotonic

βολή: ἡ (βάλλω),
1. ρίψη, πλήγμα ή τραύμα ενός βλήματος, αντίθ. προς το πληγὴ (πλήγμα από σπαθί ή δόρυ), σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θουκ.· βολαῖς σφόγγος ὤλεσεν γραφήν, από το χτύπημα ή το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., όπως το βέλος· βολὴ ὀφθαλμῶν, γρήγορο βλέμμα των ματιών, σε Ομήρ. Οδ.
3. βολαὶ κεραύνιοι, «αστραποπελέκια», κεραυνοί, σε Αισχύλ.· βολαὶ ἡλίου, οι ακτίνες του ήλιου, σε Σοφ.· βολὴ χιόνος, χιονοθύελλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βολή:βάλλω
1) метание, бросок (κύβων Soph.; πέτρων Eur.; ἀκοντίου Xen.; ἀγκίστρου Plut.): μέχρι λίθου βολῆς χωρῆσα Thuc. подойти на расстояние брошенного камня; β. χιόνος Eur. густой снег;
2) удар (нанесенный издали) (πληγαὶ καὶ βολαί Hom.); βολαὶ κεραύνιοι Aesch. удары молний; βολαὶ (ἡλίου) Soph., Eur. солнечные лучи, солнечный зной; β. ὀφθαλμῶν Hom. или βλεμμάτων Aesch. взгляд, взор; βολαὶ ἔρωτος Anth. любовные раны.