ἐπανέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπανέρχομαι:''' μέλ. <i>-ανελεύσομαι</i> ([[αλλά]] βλ. και [[ἐπάνειμι]])· αποθ. Ενεργ. με αόρ. βʹ και παρακ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]], <i>ἐκ τόπου</i>, σε Θουκ.· στον γραπτό ή προφορικό λόγο, [[επιστρέφω]] σε ένα [[σημείο]] του λόγου, σε Ευρ., Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακεφαλαιώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], στον ίδ.· [[ανέρχομαι]] ή [[μεταβαίνω]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπανέρχομαι:''' μέλ. <i>-ανελεύσομαι</i> ([[αλλά]] βλ. και [[ἐπάνειμι]])· αποθ. Ενεργ. με αόρ. βʹ και παρακ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]], <i>ἐκ τόπου</i>, σε Θουκ.· στον γραπτό ή προφορικό λόγο, [[επιστρέφω]] σε ένα [[σημείο]] του λόγου, σε Ευρ., Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακεφαλαιώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], στον ίδ.· [[ανέρχομαι]] ή [[μεταβαίνω]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανέρχομαι:''' (fut. ἐπανελεύσομαι, aor. 2 ἐπανῆλθον)<br /><b class="num">1)</b> в(о)сходить, подниматься, взбираться (εἰς τὰ ὄρη Xen.; εἰς τὸν ἀέρα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> переходить (ἐς τὴν Ἑλλάδα Her.);<br /><b class="num">3)</b> возвращаться (ἐκ ποταμοῦ Anacr.; [[ἐκεῖσε]] Eur.; εἰς τὴν Κόρινθον Thuc.; [[οἴκαδε]] Plat.; [[μετὰ]] πολλῶν λαφύρων Plut.; перен., в речи ἐπί τι Xen.): ἐπανελθεῖν, [[ὁπόθεν]] εἰς ταῦτ᾽ ἐξέβην, [[βούλομαι]] Dem. я хочу вернуться к тому, от чего отклонился в эту сторону;<br /><b class="num">4)</b> (тж. [[πάλιν]] ἐ. Plat., Arst.) вновь обозревать, повторять (τι Xen., Plat.).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανέρχομαι Medium diacritics: ἐπανέρχομαι Low diacritics: επανέρχομαι Capitals: ΕΠΑΝΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epanérchomai Transliteration B: epanerchomai Transliteration C: epanerchomai Beta Code: e)pane/rxomai

English (LSJ)

   A go back, return, ἐκ ποταμοῦ Anacr.23; ἐκ Πειραιέως And. 1.81, cf. Th.4.16; ἐς τὴν Κόρινθον ib.74; θάλασσα-ελθοῦσα ἀπὸ τῆς γῆς Id.3.89; in writing or speaking, go back or return to a point, ἐκεῖσε δὴ' πάνελθε, πῶς . . E.IT256; ἐπί τι X.HG1.7.29; ἐπανελθεῖν ὁπόθεν . . ἐξέβην βούλομαι D.18.211; ἀλλ' ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι ib.66; εἰς τὰ γράμματα ταῦτα ἐπανελθεῖν refer to .., Id.28.5.    b recur, of intermittent fevers, etc., Gal.7.412, 16.711.    2 c. acc. rei, return to, recapitulate, Pl.Ti.17b, X.Oec.6.2, Ages.11.1.    II go up, ascend, εἰς ὄρη Id.HG4.8.35; δοκέει . . ἐνθεῦτεν γεωμετρίη . . ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν to have gone up, passed over, Hdt.2.109.    2 rise up (cf. ἐπάνειμι 11), Hp.VC17.

German (Pape)

[Seite 902] (s. ἔρχομαι), wieder hinauf-, hinangehen, landeinwärts u. ä., εἰς τὰ ὄρη Xen. Hell. 4, 8, 35; so Her. 2, 109 δοκέει μοι ἐνθεῦτεν γεωμετρίη εὑρεθεῖσα ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν, aus Aegypten nach Griechenland hingekommen. – Gew. zurückkehren, Eur. I. T. 256; εἰς τὴν Κόρινθον Thuc. 4, 74; οἴκαδε Plat. Legg. XI, 925 c, Xen. u. A.; in der Rede auf Etwas zurückkommen, ὅθεν ἀπελίπομεν, ἐπανέλθωμεν Plat. Phaed. 78 a; ὁπόθεν ἐς ταῦτ' ἐξέβην Dem. 18, 211; ἐπ' αὐτὰ τὰ πράγματα Xen. Hell. 1, 7, 29; wieder durchgehen, Plat. Tim. 19 b; αὐτά 17 b; τὴν ἀρετήν Xen. Ages. 11, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι (ἀλλ’ ἴδε ἐπάνειμι): Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω, ὡς καὶ νῦν, ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀνακρ. 20· ἐκ Πειραιέως Ἀνδοκ. 11. 14, πρβλ. Θουκ. 4. 16, 74, κτλ., ἐν τῷ γραπτῷ ἢ προφορικῷ λόγῳ, ἐπανέρχομαι εἴς τι σημεῖον τοῦ λόγου ἢ ἐκεῖ ὁπόθεν ἐξέβην τοῦ λόγου, ἐκεῖσε δὴ ’πάνελθε, ποῦ νιν εἴλετε Εὐρ. Ι. Τ. 256· ἐπί τι Ξεν. Ἑλλην. 1. 7, 31· ἐπανελθεῖν ὁπόθεν... ἐξέβην βούλομαι Δημ. 298. 12· ἀλλ᾿ ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι ὁ αὐτὸς 246. 27· εἰς τὰ γράμματα ταῦτα ἐπανελθεῖν ὁ αὐτὸς 837. 14, 2) μετ᾿ αἰτ. πράγμ., ἐπανέρχομαι εἴς τι, συγκεφαλαιῶ, Πλάτ. Τίμ. 17Β, Ξεν. Οἰκ. 6, 2, Ἀγησ. 11. 1. ΙΙ. ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω, εἰς ὄρη ὁ αὐτὸς ἐν τοῖς Ἑλλην. 4. 8, 35· δοκέει... ἐνθεῦτεν γεωμετρίη... ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν, ἀνελθεῖν, μεταβῆναι, Ἡρόδ. 2. 109.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπανελεύσομαι, ao.2 ἐπανῆλθον;
I. (ἀνά en haut) monter vers ; en gén. passer d’un lieu dans un autre, avec εἰς et l’acc.;
II. (ἀνά en arrière) revenir, retourner : ἐπανελθεῖν ὁπόθεν ἐξέβην βούλομαι DÉM je veux revenir au point d’où je me suis écarté ; parcourir de nouveau, récapituler, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀνέρχομαι.

English (Strong)

from ἐπί and ἀνέρχομαι; to come up on, i.e. return: come again, return.

English (Thayer)

2nd aorist ἐπανηλθον; to return, come back again: Herodotus; frequent in Attic writings.)

Greek Monolingual

(AM ἐπανέρχομαι)
1. επιστρέφω, ξαναγυρίζωμέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.)
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο)
νεοελλ.
αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο στράτευμα»)
μσν.
1. ξαναβρίσκω την υγεία μου
2. συνέρχομαι
3. φρ. «ἐπανέρχομαι ἐπὶ τὸ κρεῑττον» — βελτιώνεται η κατάσταση μου
αρχ.
1. αναφέρομαι σε κάτι («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῑν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῑν», Δημοσθ.)
2. (για πυρετό) εκδηλώνομαι πάλι, παθαίνω υποτροπή
3. υποστρέφω, στρέφω πίσω, γυρίζω πάλι
4. συγκεφαλαιώνω («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῡντες διεληλύθαμεν», Ξεν.)
5. ανέρχομαι, ανεβαίνω («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», Ξεν.)
6. ανεβαίνω στην επιφάνεια
7. μεταδίδομαι, διαδίδομαι.

Greek Monotonic

ἐπανέρχομαι: μέλ. -ανελεύσομαι (αλλά βλ. και ἐπάνειμι)· αποθ. Ενεργ. με αόρ. βʹ και παρακ.
I. 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ἐκ τόπου, σε Θουκ.· στον γραπτό ή προφορικό λόγο, επιστρέφω σε ένα σημείο του λόγου, σε Ευρ., Ξεν., Δημ.
2. με αιτ. πράγμ., ανακεφαλαιώνω, σε Ξεν.
II. ανεβαίνω, ανέρχομαι, στον ίδ.· ανέρχομαι ή μεταβαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανέρχομαι: (fut. ἐπανελεύσομαι, aor. 2 ἐπανῆλθον)
1) в(о)сходить, подниматься, взбираться (εἰς τὰ ὄρη Xen.; εἰς τὸν ἀέρα Arst.);
2) переходить (ἐς τὴν Ἑλλάδα Her.);
3) возвращаться (ἐκ ποταμοῦ Anacr.; ἐκεῖσε Eur.; εἰς τὴν Κόρινθον Thuc.; οἴκαδε Plat.; μετὰ πολλῶν λαφύρων Plut.; перен., в речи ἐπί τι Xen.): ἐπανελθεῖν, ὁπόθεν εἰς ταῦτ᾽ ἐξέβην, βούλομαι Dem. я хочу вернуться к тому, от чего отклонился в эту сторону;
4) (тж. πάλιν ἐ. Plat., Arst.) вновь обозревать, повторять (τι Xen., Plat.).