θερισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ.
|lsmtext='''θερισμός:''' ὁ ([[θερίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> η [[εποχή]] του θερισμού, [[θερισμός]], [[δρεπάνισμα]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σοδειά]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θερισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> уборка, жатва Polyb., NT;<br /><b class="num">2)</b> время жатвы NT.
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερισμός Medium diacritics: θερισμός Low diacritics: θερισμός Capitals: ΘΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: therismós Transliteration B: therismos Transliteration C: therismos Beta Code: qerismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A mowing, reaping, X.Oec.18.3, PHib.1.90.5 (iii B.C.), PFlor.101.4 (i A.D.).    II reaping-time, harvest, Eup.202, Plb.5.95.5, Ev.Matt.13.30, al.    2 harvest, crop, LXXLe.19.9, Ev.Matt. 9.37.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, dasselbe, B. A. 99; Pol. 5, 95, 5 u. Sp. Attisch ist ἀμητός.

Greek (Liddell-Scott)

θερισμός: ὁ, = θέρισις, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 11, Πολύβ. 5. 95, 5. ΙΙ. ὁ καιρὸς καθ’ ὃν θερίζουσι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 30, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ σῖτος ὃν μέλλει νὰ θερίσῃ τις, ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι αὐτόθι Θ΄ 37.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 moisson;
2 temps de la moisson;
3 champ de blé.
Étymologie: θερίζω.

English (Strong)

from θερίζω; reaping, i.e. the crop: harvest.

English (Thayer)

θερισμοῦ, ὁ (θερίζω), harvest: equivalent to the act of reaping, ἐξηράνθηθερισμός, the crops are ripe for the harvest, i. e. the time is come to destroy the wicked, Sept. for קָצִיר rare in Greek writings, as Xenophon, oec. 18,3; Polybius 5,95, 5.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θερισμός) θερίζω
1. η κοπή τών σιτηρών ή άλλων γεωργικών φυτών με δρεπάνι ή με θεριστικές μηχανές («θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσί πρὸς θερισμόν», ΚΔ.)
2. ο καιρός, η εποχή κατά την οποία θερίζουν
μσν.-αρχ.
συγκομιδή, σοδειά
αρχ.
το σιτάρι στον αγρό το οποίο πρόκειται κάποιος να θερίσει.

Greek Monotonic

θερισμός: ὁ (θερίζω),
1. η εποχή του θερισμού, θερισμός, δρεπάνισμα, σε Καινή Διαθήκη
2. σοδειά, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θερισμός:1) уборка, жатва Polyb., NT;
2) время жатвы NT.