καλχαίνω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλχαίνω:''' ([[κάλχη]]), [[κυρίως]], κάνω [[κάτι]] βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκοτεινό και το [[αναταράζω]] όπως τη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], [[συλλογίζομαι]], [[ζυγιάζω]] με το νου εις [[βάθος]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''καλχαίνω:''' ([[κάλχη]]), [[κυρίως]], κάνω [[κάτι]] βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκοτεινό και το [[αναταράζω]] όπως τη φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], [[συλλογίζομαι]], [[ζυγιάζω]] με το νου εις [[βάθος]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλχαίνω:''' быть омраченным, быть озабоченным (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα [[ἔπος]] Soph. ты, кажется, чем-то взволнована. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(κάλχη) prop.
A make purple:—Pass., to be purple, Nic. Th.641. II metaph. (cf. πορφύρω), make dark and troublous like a stormy sea, ponder deeply, κ. ἔπος S.Ant.20; ἀμφὶ τέκνοις E.Heracl. 40: c. inf., long, desire, Lyc.1457; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1315] (κάλχη, eigtl. aussehen wie das stürmische Meer, VLL. ἐκ βάθους ταράσσεται, vgl. πορφύρω, nur übertr.), in bewegter Gemüthsstimmung sein, sorgend nachdenken, nachsinnen über Etwas; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. Ant. 20; ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις, sorgend, Eur. Herc. Fur. 40; Lycophr. 1457 λέκτρων στερηθεὶς ὧν ἐκάλχαινεν τυχεῖν, heftig wünschen. – Bei Nic. Th. 641 ist καλχαίνεται v. l. für πορφύρεται, mit Purpur gefärbt.
Greek (Liddell-Scott)
καλχαίνω: (κάλχη) κυρίως, κάμνω τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι πορφυροῦς, Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πορφύρω (πρβλ. Κάλχας), κάμνω τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, σκέπτομαι ἢ ἐξετάζω τι κατὰ βάθος, Λατ. volutare, καλ. ἔπος Σοφ. Ἀντ. 20· ἀμφί τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 40· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.
French (Bailly abrégé)
avoir la couleur foncée de la pourpre ; abs. avoir une teinte sombre ; fig. être sombre, être plongé dans des réflexions ; τι, méditer profondément qch.
Étymologie: κάλχη.
Greek Monolingual
καλχαίνω (Α)
1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα
2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα
3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ' ἔπος», Σοφ.)
4. μτφ. επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλχη + -αίνω (πρβλ. κερδ-αίνω). Η σημ. «ταράζομαι, ανησυχώ» του ρ. καλχαίνω απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. πορφύρω «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. πορφύρα, που, με τη σειρά του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. κάλχη «πορφύρα»].
Greek Monotonic
καλχαίνω: (κάλχη), κυρίως, κάνω κάτι βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., καθιστώ κάτι σκοτεινό και το αναταράζω όπως τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, συλλογίζομαι, ζυγιάζω με το νου εις βάθος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καλχαίνω: быть омраченным, быть озабоченным (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. ты, кажется, чем-то взволнована.