παροξυσμός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(nl)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).
|elnltext=παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).
}}
{{elru
|elrutext='''παροξυσμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> раздражение, озлобление, ожесточение Dem., NT;<br /><b class="num">2)</b> поощрение, побуждение (ἀγαπῆς καὶ [[καλῶν]] ἔργων NT).
}}
}}

Revision as of 01:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυσμός Medium diacritics: παροξυσμός Low diacritics: παροξυσμός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: paroxysmós Transliteration B: paroxysmos Transliteration C: paroksysmos Beta Code: parocusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39 ; π. ἀγάπης provokingor exciting to . ., Ep.Hebr.10.24.    2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησιςπαρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. action d’exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d’une maladie.
Étymologie: παροξύνω.

English (Strong)

from παροξύνω ("paroxysm"); incitement (to good), or dispute (in anger): contention, provoke unto.

English (Thayer)

παροξυσμου, ὁ (παροξύνω, which see);
1. an inciting, incitement: εἰς παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to provoke unto love), irritation (R. V. contention): Sept. twice for קֶצֶף, violent anger, passion, Demosthenes, p. 1105,24.'

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ παροξύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση
2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων
νεοελλ.
1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα
2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεως
μσν.
φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσία
αρχ.
παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).

Greek Monotonic

παροξυσμός: ὁ, διέγερση, εκνευρισμός, σε Δημ., Κ.Δ.· πρόκληση, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).

Russian (Dvoretsky)

παροξυσμός:1) раздражение, озлобление, ожесточение Dem., NT;
2) поощрение, побуждение (ἀγαπῆς καὶ καλῶν ἔργων NT).