ἀκταίνω: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(1) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκόλαστος]] > [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] > [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)]. | |mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκόλαστος]] > [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] > [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)].<br />ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:04, 1 January 2019
English (LSJ)
= foreg., ἀκταίνειν στάσιν (γρ. βάσιν)
A keep my stature erect, A.Eu.36: metaph., ἀ. μένος Trag.Adesp.147; cf. ὑποακταίνομαι.
German (Pape)
[Seite 86] (vgl. ἀΐσσω), auffahren, sich schnell bewegen (γαυριᾶν, ἀτάκτως πηδᾶν, VLL.), soll von muthigen Pferden gebraucht sein; Aesch. Eum. 36 trans., στάσιν (v. l. βάσιν) ἀκταίνω, von Phryn. in B. A. 23 οὐκ ἔτ' ὀρθοῦν δύναμαι ἐμαυτόν, wie auch von Anderen μετεωρίζειν erkl. Seit Stephan. istvon den meisten Erkl. βάσιν ἀκτ. vorgezogen: sich schnell bewegen, s. Wellauer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκταίνω: ἐγείρω, ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, ἐγείρω ἐμαυτὸν οὕτως ὥστε νὰ ἵσταμαι ὄρθιος, ἵσταμαι ὄρθιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ ὑπεράνω τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς διόρθωσις ἡ λέξις βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον ἀκταινόω, ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. ὅταν ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ ἀκταίνω φησὶ βαρυτόνως, οἷον οὐκέτ’ ὀρθοῦν δύναμαι ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. ἀκτάζω ΙΙ, ἀπακταίνω, ὑπερικταίνομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ’ ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n’avoir plus la force de se tenir debout.
Étymologie: ἀκτός.
Spanish (DGE)
mantener en alto ἀ. στάσιν mantenerse en pie A.Eu.36, fig. ἀ. μένος Trag.Adesp.147, cf. Pi.Fr.52m.21.
• Etimología: Etim. desc. al no poder darse por segura la rel. c. ἄγω.
Greek Monolingual
ἀκταίνω (Α)
(στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36)
σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. ἀκτάω < ἄκτω < ἀκτός, ρημ. επίθ. του ἄγω (πρβλ. και ἀκόλαστος > ἀκολασταίνω, ἄλαστος > ἀλασταίνω). Η μαρτυρία του Ησυχίου πως ο τ. ἀπακταίνων σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την υπόθεση πως αρχικά το ρ. είχε τη σημασία του «κινούμαι» πράγμα που διευκολύνει στην ερμηνεία τών σημασιών που τελικά απέκτησε η λέξη («ορθώνομαι, πηδώ, ορμώ»)].
ἀκταινῶ (-όω) (Α)
σηκώνω, υψώνω, κρατώ μετέωρο κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρήμ. ἀκταίνω].
Greek Monotonic
ἀκταίνω: μόνο σε ενεστ., σηκώνω, υψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, στέκομαι όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο ἀκταινόω, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκταίνω: быстро двигать, поднимать: ἀ. βάσιν Aesch. быстро двигаться (v. l. ἀ. στάσιν держаться прямо).