μάγειρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μάγειρος:''' (ᾰ) ὁ<b class="num">1)</b> повар Batr., Her., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> мясник Plat.: Ἃιδου μ. Eur. = Κύκλοψ.
|elrutext='''μάγειρος:''' (ᾰ) ὁ<b class="num">1)</b> повар Batr., Her., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> мясник Plat.: Ἃιδου μ. Eur. = Κύκλοψ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[slaughterer]], [[butcher]], [[cook]] (Att. hell.)<br />Other forms: Dor. <b class="b3">μάγιρος</b> ; Aeol. <b class="b3">μάγοιρος</b><br />Compounds: as 2. member e.g. in <b class="b3">ἀρχι-μάγειρος</b> <b class="b2">upper-cook</b> (LXX, J., Plu.).<br />Derivatives: Rare fem. <b class="b3">μαγείραινα</b> (Pherecr. 84; momentary formation, Fraenkel Nom. ag. 2, 109 n. 3, Chantraine Form. 108, da Costa Ramalho Emer. 18, 38), <b class="b3">μαγείρισσα</b> (LXX; da Costa Ramalho ibd. 42). Dimin. <b class="b3">μαγειρίσκος</b> m. (Ath.) with [[magiriscium]] <b class="b2">small figure of a b.</b> (Plin.). Adj. <b class="b3">μαγειρικός</b> <b class="b2">belonging to cook or butcher</b> (Ar., Pl., Arist.) with <b class="b3">-ικόν</b>, <b class="b3">-ική</b> <b class="b2">art of cooking, butcher taxes etc.</b>; <b class="b3">μαγειρώδης</b> <b class="b2">butcher-like</b> (Eun.). Denom. verb <b class="b3">μαγειρεύω</b> <b class="b2">be cook or butcher</b> (hell.) with <b class="b3">μαγειρ-εῖον</b> <b class="b2">butchery, cook-shop `</b>(Arist., hell.), <b class="b3">-εία</b> f. <b class="b2">boiled food</b> (Cato, Hdn. Epim.), <b class="b3">-ηΐα</b> f. <b class="b2">butcher-taxes?</b> (Eresos), <b class="b3">-ευμα</b> = <b class="b3">-εία</b> (H., Eust.), <b class="b3">-ευτικός</b> (late).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Here prob. also <b class="b3">Ἀπόλλων Μαγίριος</b> (Cyprus). The profession <b class="b3">μάγειρος</b> seems from Doric as an element of higher culinary culture to have come to Attic (for older <b class="b3">δαιτρός</b>?); the notation <b class="b3">ει</b> indicates a closed <b class="b2">ē-</b>sound resp. an open <b class="b2">ī-</b>sound (Schwyzer 275 with Wackernagel IF 25, 326f., Kretschmer Glotta 3, 320, Fraenkel Nom. ag. 1, 190). The earlier history of the word is unknown. Pisani Rev. int. ét. balk. 1, 255ff. supposes Macedonian origin, connecting <b class="b3">μάχαιρα</b> (cf. Kretschmer Glotta 26, 38 f.); Schwyzer 471 n. 12 reminds of Lat. [[mactare]]; cf. also Chantraine Form. 234. Not with earliers (Bq, WP. 2, 226, Pok. 696 f.; doubting Schwyzer l.c.) to <b class="b3">μάσσω</b> [[knead]]. - If the Aeolian form is correct Pre-Greek? - The word looks non-IE. Is it Pre-Greek, deriving from <b class="b2">*mag-ary-</b>?
}}
}}

Revision as of 03:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρος Medium diacritics: μάγειρος Low diacritics: μάγειρος Capitals: ΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: mágeiros Transliteration B: mageiros Transliteration C: mageiros Beta Code: ma/geiros

English (LSJ)

ὁ, Dor. μάγῑρος IG42(1).144 (Epid., v B.C.), SIG241.16 (Delph., iv B.C.), IG9(1).976.7 (Corc., iv/iii B. C.); but Att. μάγειρος ib.22.10B2 (v/iv B.C.), and so in Pap. of iii B.C., PCair.Zen.6.48, al., PRev.Laws50.14, both forms freq. in later Inscrr., Pap., and codd.; Aeol.

διὰ τοῦ ῑ μάγοιρος (s. v. l.) Philox. ap. Et.Gud. in Greg.Cor.p.606 S.:—

   A slaughterer, butcher (meat-salesman), and cook (these functions being freq. combined in one person), Pl.Euthd.301d, Lg.849d, Babr.51.8, al., Ath.14.659csq., Plu.2.175d, D.Chr.4.44, Max.Tyr.25.2: hence, Ἅιδου μ., of Polyphemus, E.Cyc.397; public cook, παρὰ τῶν μαγείρων, opp. π. τῶν ἰδιωτῶν, Ph.Bel.86.38, cf. Alex.257, Men.272, Sam. 68; butcher, meat-salesman, Alex.98.23, Machoap.Ath.6.243f, Aesop. 301; λόγος μαγείρου butcher's bill, POxy.108v (ii/iii A.D.), cf. PRyl. 228 intr. (i A. D.); μ. ὁ κατ' οἶκον, οἱ ἐν ἀγορᾷ μ., Artem.3.56, cf. Arr.Epict.3.19.5, 3.26.21, PFlor.166 (iii A. D.); περὶ μαγείρου τοῦ ἀποδράντος PSI4.329 (iii B. C.); officiating at sacrifices, Athenio 1.40; μ. τὸ γ IG5(1).97.26 (i A.D.); acting as waiter, Matro Conv.11,46, al.; not in Hom., but mentioned in Batr.40, Hdt.4.71,6.60, S.Fr. [1122], Ar.Ra.517, al., freq. in Com.; opp. ὀψοποιός, Dionys.Com. 2.9; but = ὀψοποιός, Alex.149.14; ὅσον μαγείρου διαφέρει μάγειρος οὐκ οἶσθ' Nicom.Com.1.6; μάγειρος cook for fish and meat, opp. οἰνοχόος and σιτοποιός (baker), Ph.1.390 (pl.).

German (Pape)

[Seite 79] ὁ (μάσσω), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des μάγειρος war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben ὀψοποιός, Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῦ μαγείρου – ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας, Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προσήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.

Greek (Liddell-Scott)

μάγειρος: [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. κρεουργός, ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, διότι ἐν ἀρχῇ ὁ μάγειρος ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ κρεοπώλης (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ Κύκλωψ καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, μάσσω, (ὃ ἴδε), διότι τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν ἔργον τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε ὀψοποιός.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 cuisinier;
2 boucher.
Étymologie: R. Μαγ, pétrir ; v. μάσσω.

Greek Monolingual

και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α. «προσέλαβαν καινούργιο μάγειρα στο εστιατόριο» β. «ὄψα μὲν γὰρ οἱ μάγειροι σκευάζουσιν ἐκ χυμῶν διαφόρων αὐστηρὰ καὶ λιπαρὰ καὶ γλυκέα καὶ δριμέα συγκεραννύντες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει καλά τη μαγειρική τέχνη
2. ιδιοκτήτης μαγέρικου, λαϊκού εστιατορίου
μσν.
το θηλ. η μαγείρισσα
χύτρα
αρχ.
1. σφαγέας, χασάπης που έσφαζε τα ζώα και παρασκεύαζε φαγητά με αυτά («Ἄδου μάγειρος» — ο Πολύφημος, Ευρ.)
2. επιμελητής στα τραπέζια, στα συμπόσια, τραπεζοκόμος («ἀλλ' εἴσιθ' ὡς μάγειρος ήδη τὰ τεμάχη ἤμελλ' ἀφαιρεῑν χἠ τράπεζ' εἰσῄρετο», Αριστοτ.)
3. αυτός που παρασκεύαζε εδέσματα από κρέατα και ψάρια, σε αντιδιαστολή προς τον οινοχόο και τον σιτοποιό
4. ο θύτης, αυτός που σφάγιαζε τα προς θυσία ζώα
5. ο δημόσιος μάγειρος, σε αντιδιαστολή προς τον ιδιώτη
6. ο κρεοπώλης, ο χασάπης
7. φρ. «λόγος μαγείρου» — κατάλογος φαγητών πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάγειρος (πιθ. < μαγερj-ος) είναι αβέβαιης ετυμολ. Θεωρείται απίθανο ο τ. να συνδέεται με το ρ. μάσσω «ζυμώνω, μαλλάσσω», ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. είναι μακεδονική και συνδέεται με τον τ. μάχαιρα. Κατά μία άποψη, ο ιων.-αττικός τ. μάγειρος θεωρείται αρχικός, ενώ ο δωρ. τ. μάγῑρος αποτελεί άλλη ορθογραφία του τ., όπου το μακρό --αντιστοιχεί με τη νόθο δίφθογγο -ει- της ιων. - αττικής. Κατ' άλλη άποψη όμως, λιγότερο πιθανή, ο αττ. τ. μάγειρος προέρχεται από τη δωρ. διάλεκτο, οπότε το αττ. -ει- αποτελεί μεταγραφή του δωρ. --. Η λ. μάγειρος θεωρείται ότι αρχικά είχε θρησκευτική σημασία («αυτός που σφαγίαζε τα προς θυσία ζώα), στη συνέχεια θεωρήθηκε συνώνυμη του τ. δαιτρός («αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στα δείπνα»), ενώ με το πέρασμα, του χρόνου η σημασία της περιορίστηκε να δηλώσει απλώς «αυτόν που παρασκευάζει τα φαγητά». Η λατ. έχει δανειστεί ορισμένες λ. αυτής της οικογένειας (πρβλ. magira «η μαγειρική τέχνη», magiriscium «το όργανο που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»).
ΠΑΡ. μαγείραινα, μαγειρεύω, μαγειρικός, μαγείρισσα
αρχ.
μαγειρίσκος, μαγειρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. μαγειροχιτώνας. (Β' συνθετικό) αρχιμάγειρος, λογομάγειρος
αρχ.
ανθρωπομάγειρος, ισικιομάγειρος, μοσχομάγειρος, χοιρομάγειρος
νεοελλ.
οινομάγειρος, παραμάγειρος, πρωτομάγειρος].

Greek Monotonic

μάγειρος: [ᾰ], ὁ,
I. μάγειρας, σε Ηρόδ., Αττ.
II. χασάπης, σε Ευρ. [προέρχεται από √ΜΑΓ του μάσσω (βλ. αυτ.), καθώς το ψήσιμο του ψωμιού ήταν έργο του αρχαίου μάγειρα].

Russian (Dvoretsky)

μάγειρος: (ᾰ) ὁ1) повар Batr., Her., Arph. etc.;
2) мясник Plat.: Ἃιδου μ. Eur. = Κύκλοψ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: slaughterer, butcher, cook (Att. hell.)
Other forms: Dor. μάγιρος ; Aeol. μάγοιρος
Compounds: as 2. member e.g. in ἀρχι-μάγειρος upper-cook (LXX, J., Plu.).
Derivatives: Rare fem. μαγείραινα (Pherecr. 84; momentary formation, Fraenkel Nom. ag. 2, 109 n. 3, Chantraine Form. 108, da Costa Ramalho Emer. 18, 38), μαγείρισσα (LXX; da Costa Ramalho ibd. 42). Dimin. μαγειρίσκος m. (Ath.) with magiriscium small figure of a b. (Plin.). Adj. μαγειρικός belonging to cook or butcher (Ar., Pl., Arist.) with -ικόν, -ική art of cooking, butcher taxes etc.; μαγειρώδης butcher-like (Eun.). Denom. verb μαγειρεύω be cook or butcher (hell.) with μαγειρ-εῖον butchery, cook-shop `(Arist., hell.), -εία f. boiled food (Cato, Hdn. Epim.), -ηΐα f. butcher-taxes? (Eresos), -ευμα = -εία (H., Eust.), -ευτικός (late).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Here prob. also Ἀπόλλων Μαγίριος (Cyprus). The profession μάγειρος seems from Doric as an element of higher culinary culture to have come to Attic (for older δαιτρός?); the notation ει indicates a closed ē-sound resp. an open ī-sound (Schwyzer 275 with Wackernagel IF 25, 326f., Kretschmer Glotta 3, 320, Fraenkel Nom. ag. 1, 190). The earlier history of the word is unknown. Pisani Rev. int. ét. balk. 1, 255ff. supposes Macedonian origin, connecting μάχαιρα (cf. Kretschmer Glotta 26, 38 f.); Schwyzer 471 n. 12 reminds of Lat. mactare; cf. also Chantraine Form. 234. Not with earliers (Bq, WP. 2, 226, Pok. 696 f.; doubting Schwyzer l.c.) to μάσσω knead. - If the Aeolian form is correct Pre-Greek? - The word looks non-IE. Is it Pre-Greek, deriving from *mag-ary-?