ἐξέλκω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξέλκω:''' αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>, και γʹ ενικ. Παθ. υποτ. <i>-ελκυσθῇ</i> (από το [[ἑλκύω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] προς τα έξω, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] έξω από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύρω]], [[παρασύρω]] κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐξέλκω:''' αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>, και γʹ ενικ. Παθ. υποτ. <i>-ελκυσθῇ</i> (από το [[ἑλκύω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] προς τα έξω, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] έξω από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύρω]], [[παρασύρω]] κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -είλκῠσα 3rd sg. [[pass]]. subj. -ελκυσθῇ<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] or [[drag]] out, Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[drag]] out from a [[place]], c. gen., Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drag]] [[along]], Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 13:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξέλκω Medium diacritics: ἐξέλκω Low diacritics: εξέλκω Capitals: ΕΞΕΛΚΩ
Transliteration A: exélkō Transliteration B: exelkō Transliteration C: ekselko Beta Code: e)ce/lkw

English (LSJ)

fut.

   A -έλξω Ar.Eq.365 (Pors.): aor. 1 -είλκῠσα; inf. -ελκύσαι Id.Pax315, 506:—Pass., -ελκυσθῇ Hdt.2.70:— draw, drag out, Il.23.762: c. gen. loci, Od.5.432 (Pass.); φάσγανον . . ἐ. κολεοῦ E.Hec.544; Ἑλλάδ' ἐ. δουλίας rescue from slavery, Pi. P.1.75; δύστηνον ἐ. πόδα, of a lame man, S.Ph.291: abs., without πόδα, of one wounded, E.Andr.1121; ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ar. Eq.365 (Pors. for ἐξελῶ) ; ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην drag her out of the cave, Id.Pax294, cf. 315,506; rare in Prose, as Pl.R. 515e; ἐξελκυσθείς Arist.Pol.1311b30; τέχναι τινὰ ἐ. τῆς πενίας Lib. Or.39.14.

German (Pape)

[Seite 876] herausziehen; πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il. 23, 762; θαλάμης, aus dem Schlupfwinkel, Od. 5, 432; φάσγανον κολεοῦ Eur. Hec. 544; übertr., Έλλάδα δουλίας Pind. P. 1, 75, aus der Knechtschaft erretten; ἐξελκύσαι, inf. aor., Ar. Paz 315; πόδα πρός τι, den Fuß fortschleppen, Soph. Phil. 291; seltener in Prosa, πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ φῶς Plat. Rep. VII, 515 e; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέλκω: ἀόρ. α΄ -είλκυσα, ἀπαρ. -ελκύσαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, 506. ― Παθ. -ελκυσθῇ Ἡρόδ. 2. 70 (ἴδε τὸ ῥῆμα ἕλκω). Ἕλκω ἔξω, Ἰλ. Ψ. 762 (ἴδε τὴν λ. πηνίονμετὰ γεν. τόπου, Ὀδ. Ε. 432 (ἴδε τὴν λ. θαλάμηφάσγανον... ἐξ. κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· δουλείας ἐξ., σῴζειν ἀπὸ τῆς δουλείας, Λατ. eripere, Πινδ. Π. 1. 146· δύστηνον ἐξέλκων πόδα, περὶ τοῦ Φιλοκτήτου, ὅστις εἶχεν δεινὸς ἕλκος εἰς τὸν πόδα, Σοφ. Φιλ. 291· καὶ ἀπολ., ἐξέλκει δὲ (κατὰ τοὺς μὲν ἐξυπακ. πόδα, κατ’ ἄλλους δὲ ἑαυτόν, καὶ κατὰ τὸν Heath φάσγανον) Εὐρ. Ἀνδρ. 1121· ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 365 (κατὰ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἐξελῶ)· ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην, ἑλκύσαι αὐτὴν ἔξω τοῦ ἄντρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 294, πρβλ. 307, 315, 506, 511· ― σπανίως παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 515Ε· ἐξελκυσθεὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 19.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
pour les autres temps, on emploie les temps correspondants de
ἐξελκύω;
tirer de : τινος d’un lieu ; φάσγανον κολεοῦ EUR un glaive du fourreau ; abs. tirer péniblement, traîner.
Étymologie: ἐξ, ἕλκω.

English (Autenrieth)

draw out, w. gen., Od. 5.432; the thread of the woof through the warp, Il. 23.762.

English (Slater)

ἐξέλκω
   1 drag out met., deliver c. acc. & gen. Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75)

English (Strong)

from ἐκ and ἑλκύω; to drag forth, i.e. (figuratively) to entice (to sin): draw away.

English (Thayer)

(present passive participle ἐξελκόμενος); to draw out, (Homer, Pindar, Attic writings); metaphorically, equivalent to to lure forth (A. V. draw away): ὑπό τῆς ... ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος, Wetstein (1752) at the passage) to the seductions of a harlot, personated by ἐπιθυμία; see τίκτω.)

Greek Monolingual

(AM ἐξέλκω)
σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῑλκε κολεοῡ», Ευρ.)
νεοελλ.
(για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι
αρχ.
σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.).
βλ. εξελκούμαι.

Greek Monotonic

ἐξέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα, και γʹ ενικ. Παθ. υποτ. -ελκυσθῇ (από το ἑλκύω
I. 1. σύρω ή τραβώ προς τα έξω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τραβώ έξω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. σύρω, παρασύρω κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

aor1 -είλκῠσα 3rd sg. pass. subj. -ελκυσθῇ
I. to draw or drag out, Il.
2. to drag out from a place, c. gen., Od., Eur.
II. to drag along, Soph., Eur.