ἀπειρέσιος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=ἀπερείσιος<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[endless]], [[immense]] (Il.).<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀπείριτος</b> (Od.)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: For <b class="b3">*ἀπερέσιος</b>, a <b class="b3">ιο-</b>derivation of <b class="b3">*ἀ-περ-ετος</b>, a privative verbal adjective to [[πείρω]] (q. v.), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning <b class="b3">ἀπείριτος</b> (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear <b class="b3">-ι-</b>. Not from <b class="b3">*ἀπερι-ι-τος</b> (to <b class="b3">ἰέναι</b>, Bechtel Lex.).
|etymtx=ἀπερείσιος<br />Grammatical information: adv.<br />Meaning: [[endless]], [[immense]] (Il.).<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀπείριτος</b> (Od.)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: For <b class="b3">*ἀπερέσιος</b>, a <b class="b3">ιο-</b>derivation of <b class="b3">*ἀ-περ-ετος</b>, a privative verbal adjective to [[πείρω]] (q. v.), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning <b class="b3">ἀπείριτος</b> (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear <b class="b3">-ι-</b>. Not from <b class="b3">*ἀπερι-ι-τος</b> (to <b class="b3">ἰέναι</b>, Bechtel Lex.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄπειρος2]<br />[[boundless]], [[immense]], [[countless]], Hom., Od.
}}
}}

Revision as of 16:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρέσιος Medium diacritics: ἀπειρέσιος Low diacritics: απειρέσιος Capitals: ΑΠΕΙΡΕΣΙΟΣ
Transliteration A: apeirésios Transliteration B: apeiresios Transliteration C: apeiresios Beta Code: a)peire/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A boundless, immense, γαῖα, ὀϊζύς, Il.20.58, Od.11.621; δῆρις Batr.4; countless, ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι Od.19.174, cf. Hes.Fr.134.4, Theoc.25.100; ὄρνιθες Simon.40; ἀ. εἶδος untold beauty, Hes.Fr.33; once in Trag., ἀ. πόνοι S.Aj.928 (lyr.): neut. as Adv., Q.S.2.179, 3.386. (Like ἀπερείσιος, by metrical lengthening for Απερέσιος; root per- in πεῖραρ, ἄπειρος B.)

German (Pape)

[Seite 284] α, ον, verlängerte Form von ἄπειρος, vgl. ἀπερείσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß, γαῖα Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρέσιος: -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄπειρος (σημασία ΙΙ), ἀπέραντος, ἄπειρος, μέγας, γαῖα, ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· δῆρις Βατραχομ. 4: ἀναρίθμητος, πολύς, ἄνθρωποι, ἄνδρες, ἔεδνα, ἄποινα Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: ὡσαύτως, ἀπ. εἶδος, ἄφατος καλλονή, Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - ἅπαξ παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. ἀπείριτος, ἀπερείσιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
infini.
Étymologie: cf. ἄπειρος².

English (Autenrieth)

and ἀπερείσιος, 3 (πέρας, πείρατα): unlimited, boundless, infinite, of quantity or numbers, γαῖαν ἀπειρεσίην, Il. 20.58; ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, Od. 19.174; ἀπερείσἰ ἄποινα, Il. 1.13.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): c. otro alarg. métr. ἀπερείσιος Il.1.13, 6.49, Hes.Fr.198.10; ἀπερίσιος Orph.Fr.31.11, PGurob 1.11 (III a.C.)
I en sg.
1 infinito, inmenso γαῖα Il.20.58, ὀϊζύς Od.11.621, κυνυλαγμός Stesich.78, δῆρις Batr.4, ἄλγος AP 7.363, θοίνη Buc.Anon.13, ἠχώ Nonn.D.22.135, ὄλβος A.R.2.1182, ἀλκή A.R.1.159
neutr. como adv. ἀπειρέσιον τρομέεσκον infinitamente se asustaron Q.S.2.179.
2 fig. indecible, prodigioso εἶδος Hes.Fr.22.7, Δῆλος sagrada Delos Thgn.8.
II en plu. innumerables, numerosísimos ἄποινα Il.1.13, 6.49, ἕδνα Il.16.178, Od.19.529, Hes.Fr.198.10, αἶγες Od.9.118, ὄρνιθες Simon.62, δῶρα Orph.l.c., A.R.1.419, PGurob l.c. (ἄνδρες) Theoc.25.100, Μαινάδες Nonn.D.30.220
intensificado por πολλοί: ἄνθρωποι Od.19.174, ἄνδρες Hes.Fr.240.4.

• Etimología: De ἀ- priv. y raíz que se encuentre en πέρας ‘fin’, ‘término’, con alarg. métrico como tb. ἀπερείσιος.

Greek Monolingual

ἀπειρέσιος, -α, -ον κ. απερείσιος, -α, -ον (Α)
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αναρίθμητος, πολύς
3. ανείπωτος, εξαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος τ. απείριτος απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. πόντος, ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική γλώσσα χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. απειρέσιος πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του πείρω α -πέρ -ετος παρεκτεταμένο με το επίθημα -ιος ή από το απείρετος < πείραρ «τέρμα». Η υπόθεση ότι ο τ. απείριτος προέρχεται από τ. α -περι -ιτος, όπου ιτος ρηματ. επίθ. του είμι (πρβλ. αμάξιτος), δεν ικανοποιεί].

Greek Monotonic

ἀπειρέσιος: -α, -ον, εκτεταμ. τύπος του ἄπειρος (Β), απεριόριστος, απέραντος, απροσμέτρητος, αναρίθμητος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρέσιος: Hom., Hes., Batr., Soph. = ἄπειρος II.

Frisk Etymological English

ἀπερείσιος
Grammatical information: adv.
Meaning: endless, immense (Il.).
Other forms: Also ἀπείριτος (Od.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *ἀπερέσιος, a ιο-derivation of *ἀ-περ-ετος, a privative verbal adjective to πείρω (q. v.), with metrical lengthening (Chantr. Gramm. hom. 1, 101). - With the same meaning ἀπείριτος (κ 195, Hes. Th. 109 u. a.) with unclear -ι-. Not from *ἀπερι-ι-τος (to ἰέναι, Bechtel Lex.).

Middle Liddell

[ἄπειρος2]
boundless, immense, countless, Hom., Od.