κατακορής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-κορής -ές [κατά, κορέννυμι] buitensporig:. παρρησία κ. buitensporig gepraat Plat. Phaedr. 240e. geneesk. hevig (van symptomen):; ῥύσις κ. hevige bloeding Hp. Med. 6; sterk (van geneesmiddelen); Hp.; vol, verzadigd (van ingewanden). Hp. van kleuren verzadigd, diep, donker:. μέλαν κατακορές pikzwart Plat. Tim. 68c. | |elnltext=κατα-κορής -ές [κατά, κορέννυμι] buitensporig:. παρρησία κ. buitensporig gepraat Plat. Phaedr. 240e. geneesk. hevig (van symptomen):; ῥύσις κ. hevige bloeding Hp. Med. 6; sterk (van geneesmiddelen); Hp.; vol, verzadigd (van ingewanden). Hp. van kleuren verzadigd, diep, donker:. μέλαν κατακορές pikzwart Plat. Tim. 68c. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατα-κορής, ές [[κορέννυμι]]<br />satiated, glutted: metaph. [[insatiable]], [[excessive]], [[wearisome]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A satiated, glutted, οἴνῳ Phryn.PSp.83B.; σιτίοις Procop.Arc.13. 2 of solutions, saturated, strong. φάρμακον Hp. Epid.5.15, cf. Gal.19.108; ἅλμη Id.5.111. 3 of colours, deep, μέλαν κατακορές Pl.Ti.68c, cf. Arist.Col.795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; διαχώρημα Hp.Coac.596, cf. Epid.4.20; τὰ κ. πονηρά Id.Coac.601; ἐρύθημα Id.Epid.7.7; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108. 4 of harmony, complete, τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3; -κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; -κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65. II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6; βήξ Id.Epid.7.26; profound, ὕπνος ib.7.2. b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78. 2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr.240e, Lg.776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh.1406a13, cf. Demetr.Eloc.303; κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79; τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10, cf. 32.2.5; ὁ Δημοσθένης . . ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3; -εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45. III Adv. -κορῶς, Ion. -ρέως, deeply, intensely, κ. δίαιμον deeply tinged with blood, Aret.SA1.10. 2 to excess, διαχωρήματα μᾶλλον τοῦ καιροῦ -έως Χολώδεα Hp.Acut.54; cf. κατάκορος.
German (Pape)
[Seite 1355] ές, ganz gesättigt, nach B. A. 48, 13 besser als κατάκορος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κατακορής: -ές, (κατακορέννυμι), ἐντελῶς κορένυμαι, εἰμὶ πεπληρωμένος μέχρι κόρου, κεκορεσμένος σχεδὸν μέχρι ἀηδίας, οἴνῳ Α. Β. 48· σιτίοις Προκοπ. Ἀνέκδ. 13, ἀντίθετον τῷ ἄκροις δακτύλοις γεύεσθαι. 2) ἐπὶ χρωμάτων, πεπληρωμένος, τέλειος, «βαθύς», Λατ. saturatus, μέλαν κατακορὲς Πλάτ. Τίμ. 68C, Θεόφρ. π. Χρωμ. 25· κ. χροίην ἢ χρόᾳ Γαλην. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβολικός, σφοδρός, βήξ, ἐρύθημα, ῥύσις, δίψα, ὕπνος, κτλ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon. 2) ἐπὶ τοῦ ὁμιλεῖν, ἀκόρεστος, ὑπερβολικός, ἄμετρος, φορτικός, ὀχληρός, παρρησία, συνουσία Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε, Νόμ. 776Α· ἂν ᾖ κατακορῆ τὰ ἐπίθετα Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ὁ Δημοσθένης... ἐν τούτῳ τῷ γένει κατακορέστατος Λογγῖνος 22. 3· κατακορεστέραις κέχρηται ταῖς ἁρμονίαις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 45.― Ἐπίρρ. -ρέως Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε κατάκορος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fastidieux, fatigant, excessif.
Étymologie: κατά, κορέννυμι.
Greek Monolingual
κατακορής, -ές (Α)
1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.)
2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.)
3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.)
4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν», Νικόμ.)
5. έντονος, σφοδρός («κατακορὴς δίψα», Ιπποκρ.)
6. άμετρος, υπερβολικός («παρρησίᾳ κατακορεῑ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρωμένου», Πλάτ.)
7. φρ. α) «κατακορὲς αἴνιγμα» — αίνιγμα που δύσκολα λύνεται (Φίλ.)
β) «κατακορὴς γνώμη» — βαθυστόχαστη απόφαση (Φίλ).
επίρρ...
κατακορῶς και ιων. τ. κατακορέως (Α)
1. έντονα, βαθιά («κατακορέως δίαιμον» — βαθιά χρωματισμένο με αίμα, Αρετ.)
2. υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορής (< κόρος (Ι) «χορτασμός»), πρβλ. δια-κορής, υπερ-κορής].
Greek Monotonic
κατακορής: -ές (κορέννυμι), χορτασμένος, υπερπλήρης, κορεσμένος· μεταφ., άπληστος, αχόρταγος, υπέρμετρος, υπερβολικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατακορής:
1) густой, темный, насыщенный (χρῶμα Sext.): μέλαν κατακορές Plat. густо-черный цвет;
2) чрезмерный, преувеличенный (τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.);
3) неумеренный, излишний (παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.);
4) не знающий меры (γυναικῶν γένος Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κορής -ές [κατά, κορέννυμι] buitensporig:. παρρησία κ. buitensporig gepraat Plat. Phaedr. 240e. geneesk. hevig (van symptomen):; ῥύσις κ. hevige bloeding Hp. Med. 6; sterk (van geneesmiddelen); Hp.; vol, verzadigd (van ingewanden). Hp. van kleuren verzadigd, diep, donker:. μέλαν κατακορές pikzwart Plat. Tim. 68c.
Middle Liddell
κατα-κορής, ές κορέννυμι
satiated, glutted: metaph. insatiable, excessive, wearisome, Plat.