ψιθυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.
|elnltext=ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῐθῠρίζω, [[ψίθυρος]]<br />to [[whisper]], say [[into]] the ear, Plat., Theocr.:—metaph., [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ [[when]] the [[plane]] whispers to the elm, Ar.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐθῠρίζω Medium diacritics: ψιθυρίζω Low diacritics: ψιθυρίζω Capitals: ΨΙΘΥΡΙΖΩ
Transliteration A: psithyrízō Transliteration B: psithyrizō Transliteration C: psithyrizo Beta Code: yiquri/zw

English (LSJ)

Dor. ψῐθῠρ-ίσδω: (ψίθυρος):—

   A whisper, Pl.Grg.485e; πρός τινα Id.Euthd.276d, Duris69J.; ἀλλήλοις Theoc.27.68.    2 whisper what one dares not speak out, whisper slanders, κατά τινος Alciphr.3.58, LXXPs.40(41).7; ψ. και' διαβάλλειν Them.Or.21.262c:—Pass., τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plu.Alc.23.    3 metaph. of trees, whisper (i. e. rustle), ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nu.1008 (anap.); also of swallows, twitter, Poll.5.90.

German (Pape)

[Seite 1399] dor. ψιθυρίσδω, Theocr. 2, 141, zischeln, flüstern, heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. πρός τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nubb. 995.

Greek (Liddell-Scott)

ψῐθῠρίζω: Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· (ψίθυρος) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) ψιθυρίζω, λέγω χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, λέγω λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, οἷον ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.

French (Bailly abrégé)

f. ψιθυριῶ;
gazouiller, murmurer doucement.
Étymologie: ψίθυρος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α
1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «του ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.)
2. ηχώ μονότονα
αρχ.
1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω φωναχτά
2. (κατ' επέκτ.) συκοφαντώ («ψιθυρίζειν και διαβάλλειν», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψιθ-υρ-ίζω έχει προέλθει, κατά μία άποψη, από αμάρτυρο ψυθ-υρ-ίζω, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το αρχικό θ. ψυθ- του ρ. ανάγεται στη ρίζα pse-u-d- / bhseu
«φυσώ, σφυρίζω», από όπου «βγάζω ήχους χωρίς σημασία», με οδοντική δασεία και παρέκταση -θ-, και συνδέεται με το ρ. ψεύδομαι και το ουσ. ψύθος (πρβλ. και τους τ. ψεδ-ών, ψεδ-υρός). Κατ' άλλη άποψη, ο φωνηεντισμός και ο σχηματισμός του ρ. παραπέμπουν στη μορφή τών συνώνυμων ρ. μινυρίζω, τινθυρίζω, τιττυβίζω, οπότε δεν αποκλείεται και ο σχηματισμός του ρ. ψιθυρίζω να ανάγεται σε ονοματοποιία αναλογική προς τα ρ. αυτά (πρβλ. και το ρ. ψίζομαι)].

Greek Monotonic

ψῐθῠρίζω: Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. -ιῶ (ψίθυρος), ψιθυρίζω, μιλώ στο αυτί, σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την κίνηση των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο πλάτανος ψιθυρίζει στη φτελιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ψῐθῠρίζω: дор. ψῐθῠρίσδω шептать (πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.): μετά τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. шептаться с кем-л. в углу; τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plut. произносимое шепотом имя; ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. когда платан шепчется с вязом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.

Middle Liddell

ψῐθῠρίζω, ψίθυρος
to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.