κλόνος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">excitement, excited throng, turmoil, t. of battle</b> (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 157f.);<br />Compounds: rarely in compp., e. g. <b class="b3">ἄ-κλονος</b> <b class="b2">without excitment, quiet</b> (Gal., of the pulse).<br />Derivatives: Denomin. <b class="b3">κλονέω</b> (mostly present), also with prefix as <b class="b3">ὑπο-</b>, <b class="b3">συν-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, [[excite]], [[urge]], pass. <b class="b2">be pressed, get in excitement</b> (Il.) with <b class="b3">κλόνησις</b> [[Excitement]] (Hp.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Mostly derived from <b class="b3">κέλομαι</b>, so <b class="b3">κλ-όνος</b>, with the same formation as in <b class="b3">θρ-όνος</b> (s. v. and Schwyzer 490). I doubt this explanation: words in <b class="b3">-ονος</b> are rare, and the analysis of <b class="b3">θρόνος</b> is also uncertain. Rather a Pre-Greek word. | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">excitement, excited throng, turmoil, t. of battle</b> (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 157f.);<br />Compounds: rarely in compp., e. g. <b class="b3">ἄ-κλονος</b> <b class="b2">without excitment, quiet</b> (Gal., of the pulse).<br />Derivatives: Denomin. <b class="b3">κλονέω</b> (mostly present), also with prefix as <b class="b3">ὑπο-</b>, <b class="b3">συν-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, [[excite]], [[urge]], pass. <b class="b2">be pressed, get in excitement</b> (Il.) with <b class="b3">κλόνησις</b> [[Excitement]] (Hp.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Mostly derived from <b class="b3">κέλομαι</b>, so <b class="b3">κλ-όνος</b>, with the same formation as in <b class="b3">θρ-όνος</b> (s. v. and Schwyzer 490). I doubt this explanation: words in <b class="b3">-ονος</b> are rare, and the analysis of <b class="b3">θρόνος</b> is also uncertain. Rather a Pre-Greek word. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=![[κλόνος]], ὁ,<br />any [[confused]] [[motion]], the [[press]] of [[battle]], [[battle]]-[[rout]], [[turmoil]], Il.; κλόνοι ἱππιόχαρμαι throngs of [[fighting]] horsemen, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, Hom. (only in Il.),
A confused motion, turmoil, esp. battle-rout, κατὰ κλόνον Il.16.331, 713; κ. ἐλχειάων throng of spears, 5.167, 20.319; ἐν δὲ κλόνον ἧκε κακόν [Ἀπόλλων] 16.729; κ. ἀνδρῶν throng of men, Hes.Sc.148; Trag.(not in S.) only in lyr., ἱππιοχάρμας κλόνους throngs of fighting horsemen, A.Pers.106; ἀσπίστορας κλόνους Id.Ag.404; σκέψαι κλόνον . . Γιγάντων E.Ion206: in later Prose, trembling, confusion, Aq.Ez.12.8, Them.Or.6.73b; agitation of mind, ὁ ἄφρων σάλον καὶ κ. ὑπομένει Ph.1.230. II agitation in physiological sense, of wind in the bowels, Ar.Nu.387; κλόνου πάταγος Aret.SD1.7; οἱονεί τινα σφυγμὸν καὶ κ. ἔχοντος τοῦ πνεύματος Plu.2.681a; of the pulse, Gal.9.76; of the body generally, ib.651: generally, shaking, agitation, Alex.Aphr.in Top.466.25.
German (Pape)
[Seite 1456] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖθις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.
Greek (Liddell-Scott)
κλόνος: ὁ, ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ κλονέω) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη κίνησις, ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης ταραχή, θόρυβος, κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· οὕτως, Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· ἅπαξ παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, θόρυβος, ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. κλονέω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation, tumulte d’un combat ; en gén. mouvement tumultueux ; p. ext. trouble du bas-ventre.
Étymologie: DELG κέλομαι.
English (Autenrieth)
tumult; ἐγχειάων, ‘press of spears,’ Il. 5.167. (Il.)
English (Slater)
κλόνος
1 confusion ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ of Dionysaic rites Δ. 2. 14.
Greek Monolingual
ο (AM κλόνος)
κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός
νεοελλ.
ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο
μσν.-αρχ.
1. σύγχυση, ταραχή
2. δόνηση, σεισμός («ὁ κλόνος ὁ τὴν παραλίαν Φοινίκην κατασείσας», Ευάγρ.)
αρχ.
1. (ειδ.) σύγκρουση, συμπλοκή (α. «ἔρις κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν», Ησίοδ.
β. «λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους τε», Αισχύλ.)
2. η ταραχώδης κίνηση που συμβαίνει στον οργανισμό και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων
3. (για τη θάλασσα) αναταραχή, σάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλομαι. Εμφανίζει επομένως τη μηδενισμένη βαθμίδα κλ- της ΙΕ ρίζας kel- «κινώ» και επίθημα -όνος, όπως τα θρ-όνος, χρ-όνος.
ΠΑΡ. κλονίζω, κλονώ, κλονώδης
νεοελλ.
κλονικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κλονοειδώς].
Greek Monotonic
κλόνος: ὁ, κάθε βίαια και συγκεχυμένη κίνηση, πίεση, ταραχή της μάχης, αναστάτωση, σάλος, σε Ομήρ. Ιλ.· κλόνοι ἱππιόχαρμαι, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κλόνος: ὁ
1) смятение, суматоха, замешательство, схватка, свалка: κατὰ κλόνον Hom. в разгар(е) боя; κ. ἐγχειάων Hom. множество копий; ἀσπίστορες κλόνοι λόγχιμοι Aesch. смятение щитов и копий, т. е. ужасы войны; ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. конные битвы;
2) шутл. расстройство (sc. τῆς γαστρός Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλόνος -ου, ὁ [~ κέλομαι] krijgsgewoel, strijd; uitbr. kluwen vechtenden:; ἀσπίστορας κλόνους de kluwen schilddragende strijders Aeschl. Ag. 404; van de buik winderigheid.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: excitement, excited throng, turmoil, t. of battle (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 157f.);
Compounds: rarely in compp., e. g. ἄ-κλονος without excitment, quiet (Gal., of the pulse).
Derivatives: Denomin. κλονέω (mostly present), also with prefix as ὑπο-, συν-, ἐπι-, excite, urge, pass. be pressed, get in excitement (Il.) with κλόνησις Excitement (Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Mostly derived from κέλομαι, so κλ-όνος, with the same formation as in θρ-όνος (s. v. and Schwyzer 490). I doubt this explanation: words in -ονος are rare, and the analysis of θρόνος is also uncertain. Rather a Pre-Greek word.
Middle Liddell
!κλόνος, ὁ,
any confused motion, the press of battle, battle-rout, turmoil, Il.; κλόνοι ἱππιόχαρμαι throngs of fighting horsemen, Aesch.