παρατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " . ." to "…")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]] aor2 παρ-έτῠχον<br /><b class="num">1.</b> to [[happen]] to be near, be [[among]] others, c. dat., Il.; π. τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ to be [[present]] at . . , Lat. interesse, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[happen]] to be [[present]], Hdt.: of a [[thing]], to [[offer]] itself, παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Thuc.<br /><b class="num">3.</b> often in partic. παρατυχών, [[whoever]] chanced to be by, i. e. the [[first]] [[comer]], any [[chance]] [[person]], Thuc.;— so, τὸ παρατυγχάνον or παρατυχόν [[whatever]] turns up or chances, πρὸς τὸ παρατυγχάνον as circumstances required, Thuc.: nom. absol., ἐν τῷ παρατυχόντι Thuc.: —παρατυχόν, it [[being]] in one's [[power]], [[since]] it was in one's [[power]] to do, c. inf., Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]] aor2 παρ-έτῠχον<br /><b class="num">1.</b> to [[happen]] to be near, be [[among]] others, c. dat., Il.; π. τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ to be [[present]] at… , Lat. interesse, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[happen]] to be [[present]], Hdt.: of a [[thing]], to [[offer]] itself, παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Thuc.<br /><b class="num">3.</b> often in partic. παρατυχών, [[whoever]] chanced to be by, i. e. the [[first]] [[comer]], any [[chance]] [[person]], Thuc.;— so, τὸ παρατυγχάνον or παρατυχόν [[whatever]] turns up or chances, πρὸς τὸ παρατυγχάνον as circumstances required, Thuc.: nom. absol., ἐν τῷ παρατυχόντι Thuc.: —παρατυχόν, it [[being]] in one's [[power]], [[since]] it was in one's [[power]] to do, c. inf., Thuc.
}}
}}

Revision as of 12:15, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατυγχάνω Medium diacritics: παρατυγχάνω Low diacritics: παρατυγχάνω Capitals: ΠΑΡΑΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: paratynchánō Transliteration B: paratynchanō Transliteration C: paratygchano Beta Code: paratugxa/nw

English (LSJ)

pf. -τέτευχα and -τετύχηκα (v. infr.) : aor. παρέτῠχον: —

   A happen to be near, be among, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Il. 11.74 ; π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεϊ, to be present at... Hdt.7.236, 9.107; εἰς καιρόν γε παρατετύχηκεν ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Pl.Prt.340e; τῇ μάχῃ Plb.3.70.7; οἱ -τετυχηκότες τοῖς κινδύνοις Id.12.28A.5; but ὁ πλείστοις κινδύνοις -τετευχώς who had met with... Id.12.27.8 : with Preps., visit, εἰς κώμην POxy.76.11 (ii A. D.); ἐπὶ διάγνωσιν put in an appearance at... Mitteis Chr.89.18 (ii A. D.).    2 abs., happen to be present, Hdt. 1.59, 6.108 ; of things, offer, present itself, Hp.Art.38; παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Th.4.19; ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγή Id.8.11 ; λαβόντας ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Pl.R.474a.    3 freq. in part. παρατυχών, whoever chanced to be by, i. e. the first comer, any chance person, οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος Th.1.22 ; σὺν τοῖς π. ἱππόταις X. Cyr.1.4.18 ; also τὸ παρατυγχάνον or παρατυχόν whatever turns up or chances, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον αὐτῷ to do whatever circumstances required, Id.Eq.Mag.9.1 ; πρὸς τὸ παρατυγχάνον as circumstances required, Th.1.122; ἐν τῷ παρατυχόντι Id.5.38 ; ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ παρατυχόντος answer offhand, Plu.2.154a : παρατυχόν, abs., it being in one's power, since it was in one's power to do, c. inf., Th.1.76; ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν Id.5.60.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τυγχάνω), gerade dabei sein, dazukommen, τινί, Il. 11, 74; Her. 9, 107; – auch ohne Casus, Her. 6, 108; ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ἐπιτηδεία, bis sich darbiete, finde, Thuc. 8, 11; εἰς καιρόν γε παρατετύχηκεν ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος, Plat. Prot. 340 e, er ist zu rechter Zeit dazugekommen; – σὺν τοῖς παρατυχοῦσιν ἱππόταις, mit denen, die gerade da waren, Xen. Cyr. 1, 4, 18; λαβόντας ὅ, τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον, Plat. Rep. 1, 474 a; Sp.; παρ' αὐτῶν ἱστορηκέναι τῶν παρατετευχότων τοῖς καιροῖς, Pol. 3, 48, 12. 12, 27, 8; παρατυχόντες πλοίῳ, darauf stoßend, 4, 6, 1; Sp.; – πρὸς τὸ παρατυγχάνον τὰ πολλὰ τεχνᾶται, nach den jedesmaligen Ereignissen, Thuc. 1, 122; ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθάνεσθαι (von dem Ersten Besten, wie sonst ὁ τυχών), 1, 22; ἐν τῷ παρατυχόντι, nach den Umständen, 5, 38; u. absolut, παρατυχόν, da es sich so traf, z. B. ἰσχύϊ χρήσασθαι, 1, 76. 5, 60.

Greek (Liddell-Scott)

παρατυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. παρέτῠχον. Συμβαίνει νὰ εἶμαι πλησίον, τυγχάνω παρών, παρετύγχανε μαρναμένοισιν Ἰλ. Λ. 74· π. τῷ λόγῳ, τῷ πάθεῐ, εἶμαι παρὼν κατὰ ..., Λατ. interesse, Ἡρόδ. 7. 236., 9. 107· εἰς καιρόν γε π. ἡμῖν ἐν τοῖς λόγοις Πρόδικος Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· τῇ μάχῃ Πολύβ. 3. 70, 7· ὁ πλείστοις κινδύνοις παρατετευχώς, ὅστις ἔχει περιέλθει ἢ περιπέσει ..., ὁ αὐτ. 12. 27, 8. 2) ἀπολ., συμβαίνει νὰ εἶμαι παρών, Ἡρόδ. 1. 59., 6. 108· καὶ ἐπὶ εὐκαιρίας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803· παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Θουκ. 4. 19· ἕως ἄν τις παρατύχῃ διαφυγὴ ὁ αὐτ. 8. 11· λαβόντε ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Πλάτ. Πολ. 474Α.
3) συχνάκις ἐν τῇ μετοχῇ παρατυχών, ὅστισδήποτε συνέπεσε νὰ εἶναι πλησίον, ὁ πρῶτος παρουσιασθείς, πᾶς τις κατὰ τύχην, οὐκ ἐκ παρατυχόντος πυνθανόμενος Θουκ. 1. 22· σὺν τοῖς π. ἱππόταις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18 - οὕτω, ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί, ὅ τι αἱ περιστάσεις ἑκάστοτε ἀπαιτοῦσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχικῷ 9, 1· πρὸς τὸ παρατυγχάνον, κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῶν περιστάσεων, Θουκ. 1. 122· ἐν τῷ παρατυχόντι ὁ αὐτ. 5. 38· ἐκ τοῦ παρατυχόντος ἀποκρίνασθαι, ἀποκρίνασθαι ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 154Α· - παρατυχόν, ἀπολ., ὡς τὸ παρασχόν, ἐν ᾧ ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀφοῦ ἠδυνάμην νὰ ..., Θουκ. 1. 76· ἐν καλῷ π. σφίσι ξυμβαλεῖν ὁ αὐτ. 5, 60.

French (Bailly abrégé)

f. παρατεύξομαι, ao. παρέτυχον, pf. παρατετύχηκα ou παρατέτευχα;
se trouver auprès de, à portée de ; au part. abs. ὁ παρατυχών THC celui qui se trouve à portée, le premier venu ; πρὸς τὸ παρατυγχάνον THC selon les circonstances ; ἐκ τοῦ παρατυχόντος PLUT, ἐν τῷ παρατυχόντι THC selon l’occasion, sur-le-champ, à l’instant même ; • παρατυχόν avec l’inf. THC lorsque l’occasion se présente de, etc.
Étymologie: παρά, τυγχάνω.

English (Autenrieth)

chance to be at hand, Il. 11.74†.

English (Strong)

from παρά and τυγχάνω; to chance near, i.e. fall in with: meet with.

English (Thayer)

from Homer (Iliad 11,74) down; to chance to be by (cf. παρά, IV:1), to happen to be present, to meet by chance: Acts 17:17.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.)
2. (η μτχ. αορ. β') παρατυχών, -ούσα, -όν
όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος τυχών
μσν.
φρ. «ἐκ τοῦ παρατυχόντος» — όπως έτυχε, όπως όπως, τυχαία, κατά τύχη
αρχ.
1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι («παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας», Θουκ.)
2. περιέρχομαι, περιπίπτω σε κάτι («τὸν πλείστοις κινδύνοις παρατετευχότα», Πολ.)
3. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) τὸ παρατυγπαρατυγχάνω χάνον ή παρατυχόν
οι εκάστοτε περιστάσεις («ποιεῑν δὲ τὸ παρατυγχάνον ἀεὶ αὐτῷ δεῑ» — πρέπει να κάνει καθετί που οι εκάστοτε περιστάσεις απαιτούν, Ξεν.)
4. (το ουδ. της μτχ. αορ. απολύτως) παρατυχόν
ενώ είναι ή ήταν στην εξουσία μου να..., αφού μπορώ ή μπορούσα να... («νομίζοντες ἐν καλῷ παρατυχὸν σφίσι ξυμβαλεῑν», Θουκ.)
5. φρ. α) «πρὸς τὸ παρατυγχάνον» — κατά τις απαιτήσεις τών περιστάσεων («τὰ πολλὰ τεχνᾱται πρὸς τὸ παρατυγχάνον», Θουκ.)
β) «ἐν τῷ παρατυγχανόντι» — κατά τις περιστάσεις («ἐν τῷ παρατυγχανόντι ἀμυνεῑν τῷ δεομένῳ καὶ μὴ πολεμήσειν τῳ», Θουκ.)
γ) «ἀποκρίνομαι ἐκ τοῦ παρατυχόντος» — απαντώ «εκ του προχείρου», όπως τύχει (Πλούτ.).

Greek Monotonic

παρατυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ παρέτυχον
1. τυχαίνει να είμαι κοντά, βρίσκομαι ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· παρατυγχάνω τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ, είμαι παρών σε..., Λατ. interesse, σε Ηρόδ.
2. απόλ., τυχαίνει να είμαι παρών, στον ίδ.· λέγεται για ένα πράγμα, προσφέρω αυτό το ίδιο, παρατυχούσης τινός σωτηρίας, σε Θουκ.
3. συχνά στη μτχ. παρατυχών, όποιος έτυχε να είναι δίπλα, δηλ. ο πρώτος τυχών, κάθε τυχαίος άνθρωπος, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ παρατυγχάνον ή παρατυχόν, οτιδήποτε εμφανίζεται ή τυχαίνει, πρὸς τὸ παρατυγχάνον, καθώς οι συνθήκες το απαιτούν, στον ίδ.· ονομ. απόλ., ἐν τῷ παρατυχόντι, στον ίδ.· παρατυχόν, ενώ ήταν στην εξουσία μου, αφού ήταν στο χέρι μου να το κάνω, με απαρ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρατυγχάνω: (fut. παρατεύξομαι, aor. παρέτῠχον) случайно оказываться, попадать(ся), присутствовать (τινί Hom.; τῇ μάχῃ Polyb.): ἐν τοῖς λόγοις π. Plat. случайно присутствовать при беседе; λαβόντες ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον Plat. схватив какое кому попалось оружие; ὁ παρατυχών Thuc., Xen. и ὁ παρατυγχάνων NT первый попавшийся, первый встречный; πρὸς τὸ παρατυγχάνον Thuc. в зависимости от обстоятельств; ἐν τῷ παρατυχόντι Thuc., и ἐκ τοῦ παρατυχόντος Plat. смотря по (сообразно) обстоятельствам; παρατυχὸν ποιεῖν τι Thuc. поскольку представился случай сделать что-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τυγχάνω (juist, net, precies, toevallig) aanwezig zijn; met dat.:; τῷ πάθει bij de ramp Hdt. 9.107.1; abs.:; ( ὁ ) παρατυχών de eerste de beste Thuc. 1.22.2; van zaken zich voordoen:; παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας toen de mogelijkheid tot redding zich voordeed Thuc. 4.19.1; λαβόντας ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον het wapen grijpend dat iedereen net bij de hand had Plat. Resp. 474a; ptc. subst.: τὸ παρατυγχάνον of παρατυχόν omstandigheid:; πρὸς τὸ παρατυγχάνον al naar gelang de omstandigheden Thuc. 1.122.1; ἐν τῷ παρατυχόντι bij gelegenheid Thuc. 5.38.1; acc. abs.: παρατυχόν met inf.. παρατυχὸν ἰσχύι τι κτήσασθαι als de mogelijkheid zich voordeed iets met geweld in bezit te krijgen Thuc. 1.76.2.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι aor2 παρ-έτῠχον
1. to happen to be near, be among others, c. dat., Il.; π. τῷ λόγῳ τῷ πάθεϊ to be present at… , Lat. interesse, Hdt.
2. absol. to happen to be present, Hdt.: of a thing, to offer itself, παρατυχούσης τινὸς σωτηρίας Thuc.
3. often in partic. παρατυχών, whoever chanced to be by, i. e. the first comer, any chance person, Thuc.;— so, τὸ παρατυγχάνον or παρατυχόν whatever turns up or chances, πρὸς τὸ παρατυγχάνον as circumstances required, Thuc.: nom. absol., ἐν τῷ παρατυχόντι Thuc.: —παρατυχόν, it being in one's power, since it was in one's power to do, c. inf., Thuc.