Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(1ab)
(c1)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Causal of [[ἐπιβαίνω]]<br />to put one [[upon]], τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] Thuc.
|mdlsjtxt=Causal of [[ἐπιβαίνω]]<br />to put one [[upon]], τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] Thuc.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™pibib£zw 誒披-比巴索<p>'''詞類次數''':動詞(3)<p>'''原文字根''':在上-(行)步(化)<p>'''字義溯源''':扶著騎上,放上,騎上,騎,扶;由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[βάσις]])=腳步)組成;而 ([[βάσις]])出自([[βαθύς]])X*=行走)。參讀 ([[ἀναβιβάζω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(3);路(2);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 扶著⋯騎上(1) 路19:35;<p>2) 騎上(1) 徒23:24;<p>3) 扶(1) 路10:34
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβιβάζω Medium diacritics: ἐπιβιβάζω Low diacritics: επιβιβάζω Capitals: ΕΠΙΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: epibibázō Transliteration B: epibibazō Transliteration C: epivivazo Beta Code: e)pibiba/zw

English (LSJ)

(fut.

   A -βιβῶ LXXHo.10.11, Hb.3.15), causal of ἐπιβαίνω, put one upon, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Th.4.31; τινὰ ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος Ev.Luc.10.34:—Pass., Apollod.3.1.1.

German (Pape)

[Seite 929] darauf gehen lassen, -setzen, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc. 6, 65; εἰς πλοῖον Plat. Ep. VII, 329 c; Sp.; ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος N. T. – Pass., besteigen, Apolld. 3, 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβῐβάζω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Θουκ. 4. 31:- Παθ., Ἀπολλόδ. 3. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

faire monter sur : ἐπὶ ναῦς faire embarquer.
Étymologie: ἐπί, βιβάζω.

English (Strong)

from ἐπί and a reduplicated derivative of the base of βάσις (compare ἀναβιβάζω); to cause to mount (an animal): set on.

English (Thayer)

1st aorist ἐπεβίβασα; to cause to mount; to place upon (cf. ἐπί, D. 3): τινα or τί ἐπί τί, Thucydides, Plato, Diodorus, others; the Sept. several times for הִרְכִּיב.)

Greek Monolingual

(AM ἐπιβιβάζω) βιβάζω
1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει
2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω
νεοελλ.
επιβιβάζομαι
μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό
2. τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση.

Greek Monotonic

ἐπιβῐβάζω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, βάζω κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβῐβάζω: сажать, грузить (ἐπὶ τὰς ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc.; εἰς πλοῖον Plat.; τινὰ ἐπὶ τὸ κτῆνος NT).

Middle Liddell

Causal of ἐπιβαίνω
to put one upon, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Thuc.

Chinese

原文音譯:™pibib£zw 誒披-比巴索

詞類次數:動詞(3)

原文字根:在上-(行)步(化)

字義溯源:扶著騎上,放上,騎上,騎,扶;由(ἐπί)*=在⋯上)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀναβιβάζω)同義字

出現次數:總共(3);路(2);徒(1)

譯字彙編

1) 扶著⋯騎上(1) 路19:35;

2) 騎上(1) 徒23:24;

3) 扶(1) 路10:34