συμμορία: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmoria | |Transliteration C=symmoria | ||
|Beta Code=summori/a | |Beta Code=summori/a | ||
|Definition=ἡ, (μόρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[taxation-group]] of citizens at Athens, formed for the levy of | |Definition=ἡ, (μόρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[taxation-group]] of citizens at Athens, formed for the levy of [[εἰσφορά]] in <span class="bibl">378</span>/<span class="bibl">7</span> B.C., and later for the discharge of the [[τριηραρχία]], in <span class="bibl">357</span>/<span class="bibl">6</span> B.C.; see D.14 (<b class="b3">περὶ τῶν σ</b>.) passim, and cf. Clidem.8, <span class="bibl">Philoch.126</span>, Ulp. ad <span class="bibl">D.2.29</span>; στρατηγὸς ὁ ἐπὶ τὰς σ. ᾑρημένος <span class="title">IG</span>22.1629.209 (325/4 B.C.), cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>61.1</span>; <b class="b3">ἡγεμὼν συμμορίας</b>, = [[συμμοριάρχης]], <span class="bibl">D.21.157</span>, <span class="bibl">28.4</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>147</span>; <b class="b3">ἐπιμελητὴς τῆς σ</b>. <span class="bibl">D.47.22</span>; <b class="b3">μετοικικαὶ σ</b>. <span class="title">IG</span>22.244.26 (337/6 B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> a [[division]] of the Athenian fleet, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.7.30</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> a [[division]] of the people at Teos, <span class="title">CIG</span>3065-6 (ii B.C.); [[class]] of [[ἔφηβοι]], <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>316.4</span>, al. (i A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> a [[company]] in general, <b class="b3">δειπνεῖν κατὰ σ</b>. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>5.7.3</span>; <b class="b3">αἱ Ἀσκληπιοῦ σ</b>., of the medical profession, Aristid.2.20 J., cf. <span class="bibl">Lib. <span class="title">Or.</span>1.44</span>, <span class="bibl">17.26</span>, <span class="bibl">20.3</span>; a [[class]] at school, <b class="b3">ἔστι τῆς σ. ὁ κράτιστος</b> he is top of the [[class]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>139.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> of the Roman [[classes]] in the Servian constitution, <span class="bibl">D.H.4.18</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ, (μόρα)
A taxation-group of citizens at Athens, formed for the levy of εἰσφορά in 378/7 B.C., and later for the discharge of the τριηραρχία, in 357/6 B.C.; see D.14 (περὶ τῶν σ.) passim, and cf. Clidem.8, Philoch.126, Ulp. ad D.2.29; στρατηγὸς ὁ ἐπὶ τὰς σ. ᾑρημένος IG22.1629.209 (325/4 B.C.), cf. Arist.Ath.61.1; ἡγεμὼν συμμορίας, = συμμοριάρχης, D.21.157, 28.4, Hyp.Fr.147; ἐπιμελητὴς τῆς σ. D.47.22; μετοικικαὶ σ. IG22.244.26 (337/6 B.C.). 2 a division of the Athenian fleet, X.HG1.7.30. 3 a division of the people at Teos, CIG3065-6 (ii B.C.); class of ἔφηβοι, PTeb.316.4, al. (i A.D.). 4 a company in general, δειπνεῖν κατὰ σ. J.AJ5.7.3; αἱ Ἀσκληπιοῦ σ., of the medical profession, Aristid.2.20 J., cf. Lib. Or.1.44, 17.26, 20.3; a class at school, ἔστι τῆς σ. ὁ κράτιστος he is top of the class, Id.Ep.139.2. 5 of the Roman classes in the Servian constitution, D.H.4.18.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, in Athen eine Abtheilung von 60 der wohlhabendsten Bürger, die gemeinschaftlich eine Staatslast, Liturgie, z. B. Ausrüstung eines Kriegsschiffes übernahmen; solche Symmorien waren in Athen 20, in jeder der zehn φυλαί zwei, s. Böckh Staatsh., οὐκ ἐκ συμμορίας τὴν ναῦν ποιησάμενος, Is. 7, 38; πρότερον εἰσφέρετε κατὰ συμμορίας, νυνὶ δὲ πολιτεύεσθε κατὰ συμμορίας, Dem. 2, 29, vgl. 13, 20; ὁ νόμος ὁ τοῦ Περιάνδρου, καθ' ὃν αἱ σ υμμορίαι συνετάχθησαν, 47, 21; εἰς συμμορίαν ἐγγράφειν, 39, 8; – D. Hal. 4, 18 vergleicht die römischen classes des Servius Tullius damit.
Greek (Liddell-Scott)
συμμορία: ἡ, (μέρος) κυρίως συμμετοχὴ ἢ «συντροφία», ὅρος ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις μετὰ τὴν ἀπογραφὴν ἢ τίμησιν τοῦ 377 π. Χ., ὅτε οἱ 1200 πλουσιώτατοι τῶν Ἀθηναίων πολῖται διῃρέθησαν εἰς 20 συμμορίας ἤτοι σωματεῖα (δύο ἐξ ἑκάστης φυλῆς), ὧν ἕκαστον περιεῖχεν 60 μέλη· εἰς ἑκάστην δὲ συμμορίαν ἐπεβάλλετο κατὰ σειρὰν ἡ πληρωμὴ ἐκτάκτων δαπανῶν πολεμικῶν εἰσπραττομένου παρ’ αὐτῶν τοῦ ἐπὶ τῆς περιουσίας φόρου (εἰσφορά)· ― ἡ λέξις ἀπαντᾷ πρῶτον ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 32· ἀλλ’ ἡ κυριωτάτη μαρτυρία περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξεως εἶναι ὁ τοῦ Δημοσθένους λόγος περὶ τῶν Συμμοριῶν· πρβλ. συντέλεια ΙΙ, καὶ ἴδε Βöckh. P. E. 285 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. εἰσφορά. 2) καθόλου, συμμετοχὴ εἴς τι, τινὸς Ἀριστείδ. 2. 20· ἀπολ., «συντροφία», Συλλ. Ἐπιγρ. 3065, 6· δειπνεῖν κατὰ σ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 7, 3. ΙΙ. τῆς λέξεως ποιεῖται χρῆσιν Διον. ὁ Ἁλ. 4. 18, ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν τάξεων (Classes) κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σερουΐου.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 symmorie, réunion des 60 plus riches citoyens d’Athènes, qui devaient pourvoir à certaines liturgies, particul. à l’entretien de la flotte, ou faire l’avance de certaines contributions, p. ex. de l’ εἰσφορά à la place des citoyens les plus pauvres ; il y avait 20 symmories, 2 par tribu ; à Rome classe dans la constitution de Servius;
2 p. ext. association.
Étymologie: σύμμορος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σύμμορος
(στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση της εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και της επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού
νεοελλ.
οργανωμένη ομάδα κακοποιών και ιδίως ληστών, σπείρα
αρχ.
1. ονομασία καθενός από τα τμήματα στα οποία διαιρούνταν ο αθηναϊκός στόλος
2. διαίρεση λαού στην Τέω, πόλη της Ιωνίας
3. τάξη εφήβων
4. συντροφιά
5. τάξη σχολείου
6. (στη Ρώμη) τάξη κατά το πολίτευμα του Σερουΐου
7. φρ. α) «ἡγεμὼν συμμορίας» — συμμοριάρχης (Δημοσθ.)
β) «αἱ Ἀσκληπιοῡ συμμορίαι» — οι ιατρικοὶ σύλλογοι (Αριστείδ.).
Greek Monotonic
συμμορία: ἡ (μέρος), συνεταιρισμός ή εταιρεία, σωματείο· στην Αθήνα, μετά το 377 π.Χ., οι 1.200 πλουσιότεροι πολίτες διαιρούνταν σε είκοσι σωματεία (συμμορίαι), δύο σε κάθε φυλή· καθεμιά καλούνταν να πληρώσει με τη σειρά της ένα υπέρογκο ποσό για έκτακτες πολεμικές δαπάνες, ως φόρο επί της περιουσίας της, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συμμορία: ἡ симмория (каждое из двадцати подразделений самого зажиточного класса афинского населения; каждая фила выделяла по 2 симмории по 60 человек в каждой; симмории были созданы в 378 г. до н. э. для обложения их подоходным налогом - εἰσφορά, - а с 357 г. до н. э. на них была возложена и τριηραρχία; во главе каждой симмории стояли ἡγεμών и ἐπιμελητής, а общими вопросами симмории ведал комитет из 300 членов, по 15 человек от каждой) Xen., Dem., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμορία en ξυμμορία -ας, ἡ [σύμμορος] afdeling in Athene een van de 100 groepen van 60 belastingplichtige burgers, symmorie. milit. afdeling (van een vloot), smaldeel, eskader. Xen. Hell. 1.7.30.
Middle Liddell
συμ-μορία, ἡ, μέρος
a co-partnership or company: at Athens, after 377 B. C., the 1200 wealthiest citizens were divided into 20 συμμορίαι or companies, 2 in each tribe (φυλή); each being called on in its turn to discharge extraordinary expenses, Xen., Dem.