βόλος: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βόλος''': ὁ, [[ῥίψιμον]] τοῦ «πεζοβόλου», [[ἤτοι]] τοῦ ῥιπτομένου ἀπὸ τῆς χειρὸς δικτύου, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62 (πρβλ. [[ῥίπτω]] Ι)· ― μεταφ., εἰς βόλον καθίστασθαι, ἔρχεσθαι, [[εἶναι]] ἐντὸς τοῦ διαστήματος [[ὅπερ]] δύναται νὰ φθάσῃ τὸ [[δίκτυον]], Εὐρ. Βάκχ. 847, Ρήσ. 730· ― [[ἐντεῦθεν]], [[δίκτυον]], Αἰλ. Ζ. Ι. 8. 3· διὰ πτηνά, Ἀνθ. Π. 6. 184. 2) τὸ συλλαμβανόμενον [[πρᾶγμα]], ἰχθύων [[βόλος]], μία [[ἄγρα]] ἰχθ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 424· βόλον ἐκσπᾶσθαι, εἰς τὴν ξηρὰν [[ἐκβάλλω]] τὴν ἄγραν τῶν ἰχθύων, Εὐρ. Ἠλ. 582. ΙΙ. ἡ ἀλλαγὴ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 22, 12, π. Ζ. Γ. 2. 8, 18. ΙΙΙ. [[ῥίψιμον]] τῶν κύβων, | |lstext='''βόλος''': ὁ, [[ῥίψιμον]] τοῦ «πεζοβόλου», [[ἤτοι]] τοῦ ῥιπτομένου ἀπὸ τῆς χειρὸς δικτύου, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62 (πρβλ. [[ῥίπτω]] Ι)· ― μεταφ., εἰς βόλον καθίστασθαι, ἔρχεσθαι, [[εἶναι]] ἐντὸς τοῦ διαστήματος [[ὅπερ]] δύναται νὰ φθάσῃ τὸ [[δίκτυον]], Εὐρ. Βάκχ. 847, Ρήσ. 730· ― [[ἐντεῦθεν]], [[δίκτυον]], Αἰλ. Ζ. Ι. 8. 3· διὰ πτηνά, Ἀνθ. Π. 6. 184. 2) τὸ συλλαμβανόμενον [[πρᾶγμα]], ἰχθύων [[βόλος]], μία [[ἄγρα]] ἰχθ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 424· βόλον ἐκσπᾶσθαι, εἰς τὴν ξηρὰν [[ἐκβάλλω]] τὴν ἄγραν τῶν ἰχθύων, Εὐρ. Ἠλ. 582. ΙΙ. ἡ ἀλλαγὴ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 22, 12, π. Ζ. Γ. 2. 8, 18. ΙΙΙ. [[ῥίψιμον]] τῶν κύβων, Πολυδ. Ζ΄, 204. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A throw with a casting-net, Orac. ap. Hdt.1.62; μέγα δίκτυον ἐς β. ἕλκει draws it back for a cast, Theoc.1.40: metaph., εἰς β. καθίστασθαι, ἔρχεσθαι, fall within the cast of the net, E.Ba.848, Rh.730. b net, Herod.7.75, Ael.NA8.3; for birds, AP6.184 (Zos.). 2 thing caught, ἰχθύων β. draught, catch, of fishes, A.Pers. 424, Plu.2.91c; βόλον ἀνσπάς ασθαι land one's catch, E.El.582. II casting of teeth, Arist.HA576b13 (pl.), GA748b9; καταμαθεῖν τὸν β. examine a horse's teeth, Hierocl.Facet.37. III cast of dice, Poll.7.204, Plaut.Rud.360. IV βόλος· θύρα, πηλός (i. e. βῶλος). Hsch.
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, der Wurf, a) mit Würfeln, Poll. 7, 204. – b) mit dem Netz, Arist. H. A. 8, 15, 19; Fischzug, Fischfang, ἰχθύων Aesch. Pers. 416; vgl. Theocr. 1, 40: Plut. Sol. 4; das Netz, Ael. H. A. 8, 3; übtr., ἐς βόλον ἔρχεται, er geht ins Netz, Eur. Rhes. 730; καθίστασθαι Bacch. 847. – c) vom Netz des Vogelstellers, Zosim. 2 (VI, 184). – d) ὀδόντων, das Zahnschichten, Arist. H. A. 6, 22.
Greek (Liddell-Scott)
βόλος: ὁ, ῥίψιμον τοῦ «πεζοβόλου», ἤτοι τοῦ ῥιπτομένου ἀπὸ τῆς χειρὸς δικτύου, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62 (πρβλ. ῥίπτω Ι)· ― μεταφ., εἰς βόλον καθίστασθαι, ἔρχεσθαι, εἶναι ἐντὸς τοῦ διαστήματος ὅπερ δύναται νὰ φθάσῃ τὸ δίκτυον, Εὐρ. Βάκχ. 847, Ρήσ. 730· ― ἐντεῦθεν, δίκτυον, Αἰλ. Ζ. Ι. 8. 3· διὰ πτηνά, Ἀνθ. Π. 6. 184. 2) τὸ συλλαμβανόμενον πρᾶγμα, ἰχθύων βόλος, μία ἄγρα ἰχθ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 424· βόλον ἐκσπᾶσθαι, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκβάλλω τὴν ἄγραν τῶν ἰχθύων, Εὐρ. Ἠλ. 582. ΙΙ. ἡ ἀλλαγὴ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 22, 12, π. Ζ. Γ. 2. 8, 18. ΙΙΙ. ῥίψιμον τῶν κύβων, Πολυδ. Ζ΄, 204.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jet (d’un filet) ; p. suite :
1 coup de filet, capture par le filet;
2 filet.
Étymologie: βάλλω.
Spanish (DGE)
v. βολβός.
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. bolus Plaut.Cur.611, Rud.360
I c. idea de mov.
1 lanzamiento de la red o del esparavel para pescar ἔρριπται δ' ὁ βόλος, τὸ δὲ δίκτυον ἐκπεπέτασται Orác. en Hdt.1.62, μέγα δίκτυον ἐς βόλον ἕλκει Theoc.1.40.
2 tirada de dados iecisti bolum Plaut.Rud.l.c., cf. Cur.l.c., Poll.7.204
•una jugada especial β. Ἀλεξάνδρου AP 7.427 (Antip.)
•golpe de suerte, dabit tibi grandis bolos Plaut.Per.658, cf. Truc.844, σοὶ μὲν γὰρ ὁ βόλος ἤνεγκε πρώην χρυσοῦς ... Δαρεικοῦ Alciphr.1.5.1.
3 c. idea de resultado captura con red, redada ἰχθύων A.Pers.424, cf. Plu.2.91c, POxy.3495 passim (II d.C.), περὶ δυσμὰς ἡλίου καὶ ἀνατολὰς ... ὡραῖοι βόλοι Arist.HA 602b8.
II concr.
1 red ἢν δ' ἀνσπάσωμαί γ' ὃν μετέρχομαι βόλον E.El.582, εἰς βόλον γὰρ ἂν πέσοι E.Fr.43.43Sn.A., ἁλίσκεσθαι (sc. peces) ἐν τῷ ... βόλῳ Arist.HA 600a8, cf. Ael.NA 8.3, Hsch.
•esp. para pájaros AP 6.184 (Zos.).
2 fig. trampa ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται E.Ba.848, ἐς βόλον τις ἔρχεται E.Rh.730.
III anat.
1 dentición de leche en plu. de equinos ἀκμάζει ... μετὰ τοὺς βόλους Arist.HA 576b13, ὁ δ' ὀρεὺς ... ὀχεύει μετὰ τὸν πρῶτον βόλον Arist.HA 577b20, cf. GA 748b9.
2 dentadura de un caballo καταμανθάνοντος αὐτοῦ τὸν βόλον Hierocl.Facet.158b.
• Etimología: Deriv. del tema *bol- de la r. *gu̯el- de βάλλω q.u. como βολίς, βολεών, βόλιμος, etc.
Greek Monolingual
ο (AM βόλος)
το ρίξιμο των διχτυών
νεοελλ.
μικρή σφαίρα από γυαλί, πηλό ή άλλο υλικό με την οποία γίνονται διάφορα παιδικά παιχνίδια
αρχ.
1. το δίχτυ
2. ό,τι έχει πιαστεί μέσα στο δίχτυ
3. το ρίξιμο των κύβων, η ζαριά
4. η αλλαγή των δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βολ-, βάλλω].
Greek Monotonic
βόλος: ὁ (βάλλω),
1. ρίψη με δίχτυ πιασίματος, ρίψιμο διχτυού με το χέρι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Θεόκρ.· μεταφ., εἰς βόλον καθίστασθαι, πέφτω μέσα στην παγίδα του διχτυού, σε Ευρ.
2. το πράγμα που πιάνεται στο δίχτυ· το κοπάδι των ψαριών, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βόλος: ὁ
1) закидывание (невода) Hom., Arst., Theocr.;
2) ловля, улов (ἰχθύων Aesch., Plut.);
3) невод, сеть (πτανοῖσιν ἐφιέναι βόλον Anth.): εἰς βόλον καθίστασθαι или ἐρχεσθαι Eur. попасться в сети;
4) выпадение (ὀδόντων Arst.);
5) бросок (игральных костей) Plut.
Middle Liddell
βάλλω
1. a throw with a casting-net, a cast, Orac. ap. Hdt., Theocr.: metaph., εἰς βόλον καθίστασθαι to fall within the cast of the net, Eur.
2. the thing caught, a draft of fish, Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόλος -ου, ὁ βάλλω
1. het werpen (van een vangnet):; μέγα δίκτυον ἐς βόλον ἕλκει hij sleept een groot net mee om uit te werpen Theocr. Id. 1.40; worp (bij het dobbelspel) :. β. Ἀλεξάνδρου de worp van Alexander AP 7.427.
2. vangnet; overdr.. ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται de man trapt in de val Eur. Ba. 848.
3. vangst :. ἰχθύων β. een vangst aan vissen Aeschl. Pers. 424; ἢν δ ’ ἀνσπάσωμαί γ ’ ὃν μετέρχομαι βόλον als ik de prooi waarvoor ik gekomen ben binnenhaal Eur. El. 582.
English (Woodhouse)
draft of fishes, draught of fish, draught of fishes, haul of fish, of a net in fishing