μόνιμος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόνῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνθ. Π. 12. 224· ([[μονή]], [[μένω]])· ― ὁ μένων ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ, [[σταθερός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828, πρβλ. 791· ζῷα μ., τὰ μὴ μεταβάλλοντα τόπον διαμονῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· ἄστρα μ., οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156· ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 1. 2) ἐπὶ προσώπων [[σταθερός]], Σοφ. Ο. Τ. 1322· ἐν πολέμῳ Πλάτ. Πολ. 537D· ἐπὶ στρατιωτῶν, Λατ. statarius, Ξεν. Κύρ. 8. 511, Πλάτ. Νόμ. 706C. 3) κοινότερον ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων καὶ τῶν ὁμοίων, [[σταθερός]], διαμένων, [[ἀμετάβλητος]], Λατ. stabilis, ὁ [[μέγας]] [[ὄλβος]] οὐ μ. Εὐρ. Ὀρ. 340· ἐπὶ πολιτεύματος, οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι Θουκ. 8. 89, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 15., 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀμετάπτωτος]], Πλάτ. Τίμ. 29Β· [[μετὰ]] τοῦ [[βέβαιος]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184Β.
|lstext='''μόνῐμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνθ. Π. 12. 224· ([[μονή]], [[μένω]])· ― ὁ μένων ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ, [[σταθερός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828, πρβλ. 791· ζῷα μ., τὰ μὴ μεταβάλλοντα τόπον διαμονῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· ἄστρα μ., οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156· ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 1. 2) ἐπὶ προσώπων [[σταθερός]], Σοφ. Ο. Τ. 1322· ἐν πολέμῳ Πλάτ. Πολ. 537D· ἐπὶ στρατιωτῶν, Λατ. statarius, Ξεν. Κύρ. 8. 511, Πλάτ. Νόμ. 706C. 3) κοινότερον ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων καὶ τῶν ὁμοίων, [[σταθερός]], διαμένων, [[ἀμετάβλητος]], Λατ. stabilis, ὁ [[μέγας]] [[ὄλβος]] οὐ μ. Εὐρ. Ὀρ. 340· ἐπὶ πολιτεύματος, οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι Θουκ. 8. 89, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 15., 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀμετάπτωτος]], Πλάτ. Τίμ. 29Β· [[μετὰ]] τοῦ [[βέβαιος]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνῐμος Medium diacritics: μόνιμος Low diacritics: μόνιμος Capitals: ΜΟΝΙΜΟΣ
Transliteration A: mónimos Transliteration B: monimos Transliteration C: monimos Beta Code: mo/nimos

English (LSJ)

ον, also η, ον AP12.224 (Strat.): (μονή, μένω):—

   A staying in one's place, stable, Hp.Art.62; μ. οὐδένα χρόνον ib.14; stationary, ζῷα μ. κατὰ τόπον Arist.de An.410b19; ζῷα μ. Id.HA487b6; ἡ τῶν φυτῶν φύσις μ. Id.PA656a1; ἄστρα μ. fixed stars, Poll.4.156; οἶνος μ. wine which will keep, PGrenf.2.24.14 (ii B. C.); μ. σφυγμός steady pulse, Gal.9.351. Adv. -μως Arist.HA596a14, Gal.17(1).508.    2 of persons, steady, steadfast, S.OT1322 (lyr.); ἐν πολέμῳ Pl.R.537d, cf. X.Cyr.8.5.11 (Sup.), Pl.Lg.706c.    3 freq. of things, conditions, and the like, lasting, stable, ὁ μέγας ὄλβος οὐ μ. E.Or.340 (lyr.); of political institutions, Th.8.89, Arist.Pol.1273b20, 1297a7 (Comp.); μ. πόλεις Pl.Plt.302a: coupled with ἀμετάπτωτος, Id.Ti. 29b; with βέβαιος, Id.Smp.184b; τὸ μ. permanence, Plot.6.1.11: Comp., Dam.Pr.77. Adv. -μως Iamb.Myst.1.5, Procl.Inst.154.    II μόνιμον, τό, fixed abode, LXX Je.38(31).17.

German (Pape)

[Seite 202] ον, auch μονίμη, Strat. 66 (XII, 224), bleibend, ausharrend, treu; σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος, Soph. O. R. 1322; ὁ μέγας ὄλβος οὐ μόνιμος ἐν βροτοῖς, Eur. Or. 340; οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι, Thuc. 8, 89; neben βέβαιος, Plat. Conv. 184 b, u. ἀμετάπτωτος, Tim. 29 b; ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου, Legg. V, 736 e; πίστις, Rep. VI, 505 e; Ggstz πορεύσιμος, Epin. 981 d; ὁπλῖται, Legg. IV, 706 c; vgl. Plut. Them. 4; bei Xen. Cyr. 8, 5, 11 μονιμώτατοι, von den Schwerbewaffneten; ζῷα, Thiere, die ihren Wohnsitz nicht verändern, Arist. H. A. 1, 1; ἄστρα, Fixsterne, Poll. 4, 156. – Adv., Arist. H. A. 8, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μόνῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀνθ. Π. 12. 224· (μονή, μένω)· ― ὁ μένων ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ, σταθερός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828, πρβλ. 791· ζῷα μ., τὰ μὴ μεταβάλλοντα τόπον διαμονῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· ἄστρα μ., οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156· ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 1. 2) ἐπὶ προσώπων σταθερός, Σοφ. Ο. Τ. 1322· ἐν πολέμῳ Πλάτ. Πολ. 537D· ἐπὶ στρατιωτῶν, Λατ. statarius, Ξεν. Κύρ. 8. 511, Πλάτ. Νόμ. 706C. 3) κοινότερον ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων καὶ τῶν ὁμοίων, σταθερός, διαμένων, ἀμετάβλητος, Λατ. stabilis, ὁ μέγας ὄλβος οὐ μ. Εὐρ. Ὀρ. 340· ἐπὶ πολιτεύματος, οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσθαι Θουκ. 8. 89, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 15., 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀμετάπτωτος, Πλάτ. Τίμ. 29Β· μετὰ τοῦ βέβαιος, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reste stable, fixe.
Étymologie: μένω.

Spanish

perseverante, constante

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνιμος, -η, -ον)
1. αυτός που παραμένει στον ίδιο τόπο, σταθερός
2. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που παραμένει αμετάβλητος, διαρκής
νεοελλ.
(για δημόσιο υπάλληλο) αυτός που ἔχει μονιμότητα, σε αντιδιαστολή προς τον ἔκτακτο ή τον εποχικό
αρχ.
1. (για το κρασί) αυτός που διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα
2. (για πρόσ.) πιστός, σίγουρος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μόνιμον
α) η μονιμότητα, η σταθερότητα
β) σταθερή κατοικία.
επίρρ...
μονίμως και μόνιμα (Α μονίμως)
με μόνιμο τρόπο, διαρκώς, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- της ρίζας μεν- του μένω (πρβλ. μονή) + επίθημα -ιμος (πρβλ. νόμ-ιμος)].

Greek Monotonic

μόνῐμος: -ον και -η, -ον (μονή),·
1. αυτός που παραμένει στη θέση του, σταθερός, καρτερικός, σε Σοφ., Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, Λατ. statarius, σε Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, καταστάσεις και παρόμοια, αυτός που παραμένει, μακροχρόνιος, σταθερός, Λατ. stabilis, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μόνῐμος: 2, реже 3
1) неподвижный, не меняющий своего местопребывания (ζῷα Arst.);
2) стойкий, непоколебимый (ὁπλῖται Plat.);
3) прочный, надежный (ὄλβος Eur.; κρηπίς, πίστις Plat.; ἕξις Arst.).

Frisk Etymological English

Meaning: lasting, steadfast
See also: s. μένω.

Middle Liddell

μόνῐμος, ον [μονη]
1. staying in one's place, stable, steadfast, Soph., Plat.; of soldiers, Lat. statarius, Xen.
2. of things, conditions and the like, abiding, lasting, stable, Lat. stabilis, Eur., Thuc., etc.

Frisk Etymology German

μόνιμος: {mónimos}
Meaning: bleibend, standhaft
See also: s. μένω.
Page 2,253

English (Woodhouse)

steadfast, unchanging, lasting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)