ἐπινίκιος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 31: | Line 31: | ||
|mdlsjtxt=ἐπῑνίκιος, ον [[νίκη]]<br /><b class="num">I.</b> of [[victory]], [[triumphal]], Pind., etc.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., ἐπινίκιον (sc. μέλοσ), a [[song]] of [[victory]], [[triumphal]] ode, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> ἐπινίκια (sc. [[ἱερά]]), τά, a [[sacrifice]] for a [[victory]] or [[feast]] in [[honour]] of it, Plat., etc.<br />b. (sc. ἆθλἀ the [[prize]] of [[victory]], Soph. | |mdlsjtxt=ἐπῑνίκιος, ον [[νίκη]]<br /><b class="num">I.</b> of [[victory]], [[triumphal]], Pind., etc.<br /><b class="num">II.</b> as Subst., ἐπινίκιον (sc. μέλοσ), a [[song]] of [[victory]], [[triumphal]] ode, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> ἐπινίκια (sc. [[ἱερά]]), τά, a [[sacrifice]] for a [[victory]] or [[feast]] in [[honour]] of it, Plat., etc.<br />b. (sc. ἆθλἀ the [[prize]] of [[victory]], Soph. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | |||
The epinikion or epinicion (plural epinikia or epinicia, Greek ἐπινίκιον, from epi-, "on," + nikê, "victory") is a genre of occasional poetry also known in English as a victory ode. In ancient Greece, the epinikion most often took the form of a choral lyric, commissioned for and performed at the celebration of an athletic victory in the Panhellenic Games and sometimes in honor of a victory in war.[1] Major poets in the genre are Simonides, Bacchylides, and Pindar. |
Revision as of 16:41, 18 July 2020
English (LSJ)
ον,
A of victory, ἀοιδαί Pi.N.4.78; ὕμνος D.S.5.29; ἀγῶνες ἐ. games to celebrate victory, Plb.30.22.1, cf. IGRom.4.1268 (Thyatira); ἐ. πομπή, ἑορτή, D.H.3.41, Plu.Rom.29; ἐ. τιμαί the honours of a triumph, Id.Aem.31; ἡμέρα Id.Cor.3; στολή D.C.37.21. Adv. -ίως Hsch. s.v. ἀλαλάζει. II. as Subst., ἐπινίκιον (sc.ᾆσμα, μέλος), τό, song of victory, triumphal ode, such as Pindar's, cf. Ath.1.3e; Ζῆνα . . ἐπινίκια κλάζων A.Ag.174 (lyr.). 2. ἐπινίκια (sc.ἱερά), τά, sacrifice for a victory or feast in honour of it, Ar.Fr.433, And.4.29, D.21.55, etc.; τὰ ἐ. θύειν Pl.Smp.173a, etc.; ἑστιᾶν D.59.33; ἐ. πέμψαι, πεμφθῆναι, of a Roman triumph, D.C.36.25,37.21. b. (sc. ἆθλα) prize of victory, S.El. 692, D.H.3.27, IG7.3195,3196 (Orchom. Boeot.).
German (Pape)
[Seite 965] zum Siege gehörig; ἀοιδή, Siegesgesang, Pind. N. 4, 76; ἀγῶνες Pol. 30, 13; Folgde; auch ὁ ἐπινίκιος, sc. ὕμνος, u. τὸ ἐπινίκιον, sc. μέλος, Schol., Ath. I, 3 e, D. Sic. 5, 29; so auch ἐπινίκια κλάζων Aesch. Ag. 167; ἐνεγκὼν πάντα ἐπινίκια, Siegespreis, Soph. El. 682, wie D. Hal. 3, 27; τὰ ἐπινίκια θύειν, ein Opferfest wegen eines Sieges veranstalten, Plat. Conv. 173 a; Dem. 59, 33; vgl. Ar. bei Ath. IX, 387 f; – πομπή, Siegesaufzug, D. Hal. u. ä. a. Sp.; ἐπινίκια πέμπειν, triumphum agere, D. C. 36, 8. – Adv. ἐπινικίως, Hesych. v. ἀλαλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίκιος: ῑ, ον, (νίκη) ἀνήκων εἰς νίκην, περὶ νίκης, ἀοιδὴ Πίνδ. Ν. 127· ὕμνος Διόδ. 5. 29· ἀγῶνες ἐπ., ἐπὶ νίκῃ, πρὸς πανηγυρισμὸν νίκης, Πολύβ. 30. 13, 1. πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3503· οὕτως, ἐπινίκιος πομπή, ἑορτή, πανήγυρις Διον. Ἁλ. 3. 41. Πλουτ. Ρωμ. 29· ἐπ. τιμαί, αἱ θριαμβευτικαὶ τιμαί, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 31· ἡμέρα ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἐπινίκιον (ἐξυπ. ᾆσμα, μέλος), τό, ᾆσμα ἐπὶ νίκῃ, ᾠδὴ θριαμβική, οἷα τὰ ἐπινίκια τοῦ Πινδάρου, πρβλ. Ἀθην. 3Ε· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων (πρβλ. ἐπευφημέω) Αἰσχύλ. Ἀγ. 174. 2) ἐπινίκια (ἐξυπ. ἱερά), τά, θυσία ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑορτὴ πρὸς πανηγυρισμὸν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 370. Ἀνδοκ. 33. 1, Πλάτ. Συμπ. 17Α, Δημ. 532. 12· τὰ ἐπ. θύειν Πλάτ. Συμπ. 173Α, κτλ.· ἑστιᾶν Δημ. 1356. 8. β) (ἐξυπ. ἆθλα), τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια Σοφ. Ἠλ. 692, Διον. Ἁλ. 3. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 1583 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, etc.) ; τὰ ἐπινίκια :
1 chants de victoire;
2 sacrifice ou fêtes en l’honneur d’une victoire;
3 prix de la victoire.
Étymologie: ἐπί, νίκη.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπινίκιος, -ον) νίκη
1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκη («επινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα»)
2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» — ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινίκια
ο πανηγυρικός εορτασμός της νίκης
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ ἐπινίκιον
άσμα για να τιμηθεί η νίκη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπινίκια
α) θυσία για τη νίκη
β) βραβεία για τη νίκη.
Greek Monotonic
ἐπινίκιος: [ῑ], -ον (νίκη),
I. σχετικός με νίκη, θριαμβευτικός, σε Πίνδ. κ.λπ.
II. ως ουσ., ἐπινίκιον (ενν. μέλος), τό, τραγούδι νίκης, θριαμβική ωδή, τραγούδι θριάμβου, σε Αισχύλ. 2. α) ἐπινίκια (ενν. ἱερά), τά, θυσία για νίκη ή γιορτή προς τιμή της, σε Πλάτ. κ.λπ. β) (ενν. ἆθλα), έπαθλο, λάφυρα της νίκης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινίκιος: (νῑ)
1) победный (ἀοιδή Pind.; ὕμνος Diod.; στέφανοι Plut.);
2) триумфальный (τιμαί Plut.);
3) справляемый в честь победы (ἀγῶνες Polyb.; ἑορτή Plut.).
Middle Liddell
ἐπῑνίκιος, ον νίκη
I. of victory, triumphal, Pind., etc.
II. as Subst., ἐπινίκιον (sc. μέλοσ), a song of victory, triumphal ode, Aesch.
2. ἐπινίκια (sc. ἱερά), τά, a sacrifice for a victory or feast in honour of it, Plat., etc.
b. (sc. ἆθλἀ the prize of victory, Soph.
Wikipedia EN
The epinikion or epinicion (plural epinikia or epinicia, Greek ἐπινίκιον, from epi-, "on," + nikê, "victory") is a genre of occasional poetry also known in English as a victory ode. In ancient Greece, the epinikion most often took the form of a choral lyric, commissioned for and performed at the celebration of an athletic victory in the Panhellenic Games and sometimes in honor of a victory in war.[1] Major poets in the genre are Simonides, Bacchylides, and Pindar.