κισσός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "Hedera Helix" to "Hedera helix")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kissos
|Transliteration C=kissos
|Beta Code=kisso/s
|Beta Code=kisso/s
|Definition=Att. κιττός, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ivy]], [[Hedera helix]], of three kinds, two [[climbing]] ([[μέλας]] and [[λευκός]]), and one [[creeping]] (also called [[ἕλιξ]]), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 3.18.6</span>, cf. Dsc.2.179, <span class="bibl"><span class="title">h.Bacch.</span>40</span>; ἀτενής <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>826</span> (lyr.); κισσοῦ στέφανος <span class="title">OGl</span>49.7 (Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus, κισσῷ… στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>81</span> (lyr.); κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>999</span>: hence [[οἴνωψ]] (or [[οἰνωπός]]) <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>674</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[κιρσός]] (Achaean), Hsch.</span>
|Definition=Att. κιττός, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ivy]], [[Hedera helix]], of three kinds, two [[climbing]] ([[μέλας]] and [[λευκός]]), and one [[creeping]] (also called [[ἕλιξ]]), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 3.18.6</span>, cf. Dsc.2.179, <span class="bibl"><span class="title">h.Bacch.</span>40</span>; ἀτενής <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>826</span> (lyr.); κισσοῦ στέφανος <span class="title">OGl</span>49.7 (Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus, κισσῷ… στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>81</span> (lyr.); κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>999</span>: hence [[οἴνωψ]] (or [[οἰνωπός]]) <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>674</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[κιρσός]] (Achaean), Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:12, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσός Medium diacritics: κισσός Low diacritics: κισσός Capitals: ΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: kissós Transliteration B: kissos Transliteration C: kissos Beta Code: kisso/s

English (LSJ)

Att. κιττός, ὁ,    A ivy, Hedera helix, of three kinds, two climbing (μέλας and λευκός), and one creeping (also called ἕλιξ), Thphr.HP 3.18.6, cf. Dsc.2.179, h.Bacch.40; ἀτενής S.Ant.826 (lyr.); κισσοῦ στέφανος OGl49.7 (Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus, κισσῷ… στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει E.Ba.81 (lyr.); κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ar.Th.999: hence οἴνωψ (or οἰνωπός) S.OC674 (lyr.).    II = κιρσός (Achaean), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, art. κιττός, Epheu, Hom. u. Folgde; es werden zwei aufwärts rankende Arten desselben angeführt, μέλας, H. h. 6, 40, u. λευκός, wie eine niedrig auf dem Boden hinringelnde, ἕλιξ, Theophr.; Plut. Symp. 3, 2. Er war bes. dem Dionysus heilig, der selbst, wie die Bacchanten u. die tragischen u. dithyrambischen Dichter, mit ihm bekränzt erscheint; vgl. Eur. Bacch. 81; Chaerem. bei Ath. XIII, 608 b; Ar. Thesm. 999; Plat. Conv. 212 e.

Greek (Liddell-Scott)

κισσός: Ἀττ. κιττός, ὁ, Λατ. hedera, τριῶν εἰδῶν, ὧν τὰ δύο ἀναρριχητικὰ (μέλας καὶ λευκός), καὶ ἓν ἕρπον (καλούμενον καὶ ἕλιξ), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6, Διοσκ. 2. 210, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 6. 40· ἀτενὴς Σοφ. Ἀντ. 829· ― ὁ καρπὸς σχηματίζει βότρυν, ὅστις καλεῖται κόρυμβος· ― ἦν δὲ ἱερὸς τοῦ Βάκχου καὶ δι’ αὐτὸ ἔφερον αὐτὸν οἱ βακχεύοντες, κισσῷ... στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει Εὐρ. Βάκχ. 81· κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ἀριστοφ. Θεσμ. 999· (ἐντεῦθεν πιθ. καλεῖται οἰνώψ, Σοφ. Ο. Κ. 674)· ὡσαύτως παρὰ ποιηταῖς, πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 584.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lierre.
Étymologie: DELG n. de plante, sans étym.

English (Slater)

κισσός
   1 ivy θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου Θρ. 3. 3.

Spanish

hiedra

Greek Monolingual

ο (AM κισσός, Α αττ. τ. κιττός)
γένος ξυλωδών αναρριχώμενων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση αποτελεί το γένος εδέρα ή έδερα ή χέδερα και ανήκει στην οικογένεια ραλιίδες και στην τάξη κορκώδη (α. «είμαι το χάλασμα... που ο κισσός το περιζώνει», Γρυπ.
β. «κύκλῳ δὲ περὶ σὲ κισσὸς εὐπέταλος ἕλικι θάλλει», Αριστοφ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «κιρσός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προελεύσεως και ετυμολ.
ΠΑΡ. κίσσινος, κισσωτός
αρχ.
κισσεύς, κισσίον, κισσώ (ΙΙ), κισσώδης (ΙΙ)
αρχ.-μσν.
κισσήεις, κισσών
νεοελλ.
κισσία.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κισσηρεφής, κισσοειδής, κισσοστεφής
αρχ.
κισσεοχαίτης, κισσήρης, κισσόβρυος, κισσοδέτας, κισσόδετος, κισσοκόμης, κισσοκόρυμβος, κισσόπλεκτος, κισσόπληκτος, κισσοποίητος, κισσοστέφανος, κισσοτόμος, κισσοφάγος, κισσοφορία, κισσοφόρος, κισσοφορώ, κισσοχαίτης, κισσοχαρής, κισσοχίτων
αρχ.-μσν.
κισσόφυλλον
νεοελλ.
κισσοστόλιστος. (Β' συνθετικό) χαμαίκισσος
αρχ.
εύκισσος, κατάκισσος, μαλακόκισσος.

Greek Monotonic

κισσός: Αττ. κιττός, , κισσός, Λατ. hedera, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κισσός: атт. κιττός ὁ плющ (HH etc.; κισσῷ στεφανωθείς Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: ivy, Hedera helix (IA.)
Other forms: Att. κιττός
Compounds: Often as 1. member, e. g. κισσο-φόρος having ivy (Pi., Ar.); also as 2. member, e. g. κατά-κισσος crowned with ivy (Anacreont.).
Derivatives: Diminut. κισσίον = ἀσκληπιάς (Ps.-Dsc.); κίσσινος of ivy (Pi., E.), κισσήεις id. (Nic., Nonn.; on the formation Schwyzer 527), κισσώδης envelopped with ivy (Nonn.); κισσεύς surname of Apollon (A. Fr. 341; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 43f.); κισσών forest with ivy (Hdn. Gr.), κίσσαρος = κισσός (Gloss.). Denomin. verb κισσόω, -ττ- crown with ivy (E., Alciphr.) with κίττωσις (Attica).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign word of unknown origin (cf. Güntert Labyrinth 22, Bertoldi Studi etr. 10, 26 n. 2). Wrong IE. explanations in Bq and W.-Hofmann s. hedera. Pre-Greek, Fur. 256 w. n. 36 on -αρος.

Middle Liddell

ivy, Lat. hedera, Soph., Eur., etc.

Frisk Etymology German

κισσός: {kissós}
Forms: att. κιττός
Meaning: Efeu, Hedera helix (ion. att.).
Composita : Oft als Vorderglied, z. B. κισσοφόρος efeutragend (Pi., Ar. u. a.); auch als Hinterglied, z. B. κατάκισσος mit Efeu bekränzt (Anakreont.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum κισσίον = ἀσκληπιάς (Ps.-Dsk.); κίσσινος aus Efeu (Pi., E. u. a.), κισσήεις ib. (Nik., Nonn.; zur Bildung Schwyzer 527), κισσώδης mit Efeu umwunden (Nonn.); κισσεύς Beinanne des Apollon (A. Fr. 341; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 43f.); κισσών Efeuhain (Hdn. Gr.), κίσσαρος = κισσός (Gloss.). Denominatives Verb κισσόω, -ττ- mit Efeu bekränzen (E., Alkiphr.) mit κίττωσις (Attika).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft (vgl. Güntert Labyrinth 22, Bertoldi Studi etr. 10, 26 A. 2). Vergebliche idg. Erklärungsversuche bei Bq, WP. 1, 451 und W.-Hofmann s. hedera. Pelasgische Etymologie bei Carnoy L’Ant. class. 24, 17.
Page 1,860