ἀναίσθητος: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaisthitos | |Transliteration C=anaisthitos | ||
|Beta Code=a)nai/sqhtos | |Beta Code=a)nai/sqhtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[without sense]] or [[feeling]], Thrasymach. <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>75e</span>; <b class="b3">ἀ. τινός</b> [[without sense of]] a thing, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>843a</span>; ἀ. καὶ νεκρός <span class="bibl">Men.705</span>; ἀ. ψαύσιος καὶ τρώσιος <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.12</span>; <b class="b3">ἀ. ἡ ἁφή</b> [[the sense]] of touch [[is lost]], ib.<span class="bibl">1.7</span>. Adv. ἀναισθήτως, πάντων ἔχειν <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>3.17</span>.<b class="b3">ιέ; ἀ. ἔχειν</b> to be [[insensible]] or [[indifferent]], <span class="bibl">Isoc.12.112</span>, cf. <span class="bibl">Th.1.82</span>; ἀ. διακεῖσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1231a1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[without perception]] or [[common sense]], [[wanting tact]], [[stupid]], <span class="bibl">Th.6.86</span>; <b class="b3">οἱ ἀ. Θηβαῖοι</b> [[those blockheads]]... <span class="bibl">D.18.43</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.215S.: <b class="b3">τὸ ἀναίσθητον</b>, = [[ἀναισθησία]], <span class="bibl">Th.1.69</span>. Adv. -ως Phld.<span class="title">Rh.</span>1.227S. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., [[unfelt]], θάνατος <span class="bibl">Th.2.43</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[not perceptible by sense]], ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>52a</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>20</span>, etc.; <b class="b3">ἐν ἀ. χρόνῳ</b> in an [[unappreciable]] time, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>222b15</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Po.</span>1450b39</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:58, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A without sense or feeling, Thrasymach. 1, Pl.Ti.75e; ἀ. τινός without sense of a thing, Id.Lg.843a; ἀ. καὶ νεκρός Men.705; ἀ. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD2.12; ἀ. ἡ ἁφή the sense of touch is lost, ib.1.7. Adv. ἀναισθήτως, πάντων ἔχειν Hp. Epid.3.17.ιέ; ἀ. ἔχειν to be insensible or indifferent, Isoc.12.112, cf. Th.1.82; ἀ. διακεῖσθαι Arist.EE1231a1. 2 without perception or common sense, wanting tact, stupid, Th.6.86; οἱ ἀ. Θηβαῖοι those blockheads... D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215S.: τὸ ἀναίσθητον, = ἀναισθησία, Th.1.69. Adv. -ως Phld.Rh.1.227S. II Pass., unfelt, θάνατος Th.2.43. 2 not perceptible by sense, ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀ. Pl.Ti.52a, cf. Phld.Piet.20, etc.; ἐν ἀ. χρόνῳ in an unappreciable time, Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.
German (Pape)
[Seite 190] 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, θάνατος Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισθήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίσθητος: -ον, ἄνευ αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς εἶναι ἀναίσθητος, Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) ἄνευ ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, ἀνόητος, ἄκομψος, εὐήθης, αὐτόθι 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = ἀναισθησία, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, θάνατος Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ αὐτοῦ 7. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne sent pas, insensible ; au mor. stupide, grossier ; τὸ ἀναίσθητον THC le manque de perspicacité;
2 qu’on ne sent pas, insensible.
Étymologie: ἀ, αἰσθάνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I no sentido θάνατος Th.2.43.
II imperceptible por los sentidos ἀόρατον δὲ καὶ ἄλλως ἀναίσθητον Pl.Ti.52a, ἀναίσθητα ὑφ' ἡμῶν εἴδη Pl.Ti.51d, τὰ γένη τῶν χυμῶν ἀναίσθητα Arist.Sens.441a3 (= Emp.A 94), τὸ δ' εἰς μακρὰ διανενεμημένον ἀναίσθητον εἶναι Thphr.Sens.63 (= Democr.A 135), ἀναίσθητον ποιεῖν τὴν κρᾶσιν hacer la mezcla imperceptible al gusto Arist.Pol.1262b18, ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ en tiempo imperceptible Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.
III 1que no siente, insensible de pers., Thrasym.B 1, οἱ γέροντες Anon.Lond.11.29 (= Hippo A 11), ἡ κεφαλή Pl.Ti.75e, κόνις Ph.2.287
•de ídolos Ep.Diog.2.4, 3.3, ἀναίσθητος καὶ ἄψυχος Plu.2.703c, δέρμα Arist.HA 517b31, ἡ ἁφή Aret.SD 1.7.12, πνεύματα καὶ ὑποκείμενα ἀναίσθητα M.Ant.12.30
•c. gen. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD 2.12.3
•compar. ἐν σκύτει καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα Hp.VM 15.
2 que no se da cuenta, que no conoce, desconocedor c. gen. κακῶν Pl.Lg.843a, τῆς αὐτοῦ φύσεως de su propia naturaleza Arr.Epict.2.8.14.
3 fig. sin sentido común, insensato, estúpido, idiota ὑμεῖς Th.6.86, Θηβαῖοι D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215, Λεύκιος Μαλλέολος, ὃς πάντων ἐδόκει Ῥωμαίων ἀναισθητότατος ὑπάρχειν Plb.36.14.2
•subst. neutr. la idiotez, la estupidez Th.1.69, ἀναισθήτου σημεῖα Arist.Phgn.807b19.
IV adv. -ως
1 insensiblemente, de manera insensible πάντων ἔχειν Hp.Epid.3.17.15, cf. X.Cyn.12.13, Isoc.12.112, Th.1.82, διακεῖσθαι Arist.EE 1231a1.
2 insensatamente Phld.Rh.5.3F.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναίσθητος, -ον)
1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα
2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου
3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος
4. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, λιπόθυμος
αρχ.
1. ο νωθρός κατά την αντίληψη, ανόητος, βλάκας
2. αυτός που δεν τον αισθάνεται κανείς
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσθητον
η αναισθησία
4. φρ. «ἀναισθήτως ἔχω», είμαι αναίσθητος ή αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰσθητός < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. αναισθησία, αναισθητώ
νεοελλ.
αναισθητήριος, αναισθητίαση, αναισθητίζω, αναισθητικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθητοποιώ].
Greek Monotonic
ἀναίσθητος: -ον,
I. 1. αναίσθητος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. ἀναισθήτως ἔχειν, είμαι αδιάφορος, σε Ισοκρ.
2. ανόητος, ασυναίσθητος, χωρίς λεπτότητα, σε Θουκ., Δημ.· τὸ ἀναίσθητον, αναισθησία, σε Θουκ.
II. Παθ., μη αισθητός, ανεπαίσθητος, θάνατος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίσθητος:
1) бесчувственный, нечувствительный, невосприимчивый (τῶν κακῶν Plat.; δέρμα Arst.; ἀ. καὶ νεκρός Men.);
2) бесчувственный, безразличный или тупоумный, тупой Thuc., Dem.;
3) неощущаемый, безболезненный (θάνατος Thuc.);
4) неощутимый, незаметный (χρόνος Arst.): ἀόρατος καὶ ἄλλως ἀ. Plat. невидимый и вообще недоступный чувствам.
Middle Liddell
I. insensate, unfeeling, Xen., etc.:— adv., ἀναισθήτως ἔχειν to be indifferent, Isocr.
2. senseless, wanting tact, stupid, Thuc., Dem.: —τὸ ἀναίσθητον insensibility, Thuc.
II. pass. unfelt, θάνατος Thuc.
English (Woodhouse)
dull, insensible, stupid, undiscerning, devoid of feeling, dull in intellect, insensible to, of the intelligence, wanting in intelligence