ἔτυμος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etymos | |Transliteration C=etymos | ||
|Beta Code=e)/tumos | |Beta Code=e)/tumos | ||
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>205</span> (lyr.) (only in neut. in Hom.):— poet. Adj. <span class="sense" | |Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>205</span> (lyr.) (only in neut. in Hom.):— poet. Adj. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[true]], <b class="b3">ψεύσομαι, ἦ ἔτυμον ἐρέω</b>; <span class="bibl">Il.10.534</span>; φάμ' ἔτυμον <span class="bibl">S. <span class="title">Ant.</span> 1320</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>1.39</span> P.; ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα <span class="bibl">Od.19.203</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>27</span>, <span class="bibl">Thgn.713</span>; <b class="b3">οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι</b> those [dreams] have [[true]] issues, <span class="bibl">Od.19.567</span>; <b class="b3">γνώσει τάδ' ὡς ἔ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span> 295</span> (anap.); ἔ. λόγος <span class="bibl">Stesich. 32</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.68</span>; <b class="b3">ἔ. ἄγγελος, φήμη, φάτις</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>82</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>818</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>114</span> (anap.); βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>205</span> (lyr.); πάθεα <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>496</span>; [[τέχνη]] Dor. ap. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>260e</span>; <b class="b3">ὡς ἔτυμ' ἑστάκαντι</b> how [[natural]]... <span class="bibl">Theoc.15.82</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> neut. [[ἔτυμον]], as Adv., ἀλλ' ἔτυμόν τοι ἦλθ' Ὀδυσεύς <span class="bibl">Od.23.26</span>; οὔ σ' ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι <span class="bibl">Il.23.440</span>; ὡς ἔτυμον <span class="title">AP</span>7.352: regul. Adv. -μως <span class="bibl">Xenoph. 8.4</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.77</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>918</span> (lyr.), <span class="bibl">B.12.228</span>, etc.; ὡς ἐτύμως <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>534</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ἔτυμον, τό</b>, as Subst., [[the true sense]] of a word [[according to its origin]], its [[etymology]], <span class="bibl">D.S.1.11</span>, Plu.2.278c, <span class="bibl">Ath.13.571d</span>. Adv. -μως [[etymologically]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>400a6</span>, <span class="bibl">Str.9.2.17</span>, <span class="bibl">Ph.1.30</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl"><span class="title">EM</span>526.2</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.27</span>.—Never in Att. Prose; in later writers only in signf. <span class="bibl">11</span>, exc. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>366b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:55, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, also η, ον S.Ph.205 (lyr.) (only in neut. in Hom.):— poet. Adj. A true, ψεύσομαι, ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534; φάμ' ἔτυμον S. Ant. 1320 (lyr.), cf. Call.Fr.1.39 P.; ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Od.19.203, cf. Hes.Th.27, Thgn.713; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those [dreams] have true issues, Od.19.567; γνώσει τάδ' ὡς ἔ. A.Pr. 295 (anap.); ἔ. λόγος Stesich. 32, Pi.P.1.68; ἔ. ἄγγελος, φήμη, φάτις, A.Th.82 (lyr.), E.El.818, Ar.Pax114 (anap.); βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά S.Ph.205 (lyr.); πάθεα A.Eu.496; τέχνη Dor. ap. Pl.Phdr.260e; ὡς ἔτυμ' ἑστάκαντι how natural... Theoc.15.82. 2 neut. ἔτυμον, as Adv., ἀλλ' ἔτυμόν τοι ἦλθ' Ὀδυσεύς Od.23.26; οὔ σ' ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Il.23.440; ὡς ἔτυμον AP7.352: regul. Adv. -μως Xenoph. 8.4, Pi.O.6.77, A.Th.918 (lyr.), B.12.228, etc.; ὡς ἐτύμως A.Eu.534 (lyr.). II ἔτυμον, τό, as Subst., the true sense of a word according to its origin, its etymology, D.S.1.11, Plu.2.278c, Ath.13.571d. Adv. -μως etymologically, Arist.Mu.400a6, Str.9.2.17, Ph.1.30: Comp. -ώτερον EM526.2: Sup. -ώτατα Nicom.Ar.2.27.—Never in Att. Prose; in later writers only in signf. 11, exc. in Pl.Ax.366b.
German (Pape)
[Seite 1053] ον, auch ἐτύμη, Soph. Phil. 205 (ἐτός, ἐτεός), wahr, echt, wirklich; Hom. nur das neutr., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω Il. 10, 534 Od. 4, 140; ἔτυμα, die Wahrheit, 19, 203. 567, wie Hes. Th. 27 u. Theogn. 713; sonst ἔτυμον adverbial, wie ἐτεόν gebraucht, Il. 23, 440 Od. 23, 26; λόγος, wahr, Pind. P. 1, 68; ἄγγελος Aesch. Spt. 82; γνώσεαι τάδ' ὡς ἔτυμα Prom. 293, vgl. Eum. 473; φθογγά Soph. Phil. 205; φάτις Eur. I. A. 795, wie βάξις, φήμη, Hel. 357 El. 818, Ar. Pax 114; τοῦ λέγειν ἔτυμος τέχνη οὐκ ἔστιν Plat. Phaedr. 260 e; ἔτυμα μαρτυρεῖν Axioch. 366 b; – ἔτυμον u. ἔτυμα, adv., wirklich, leibhaft, Theocr. 15, 81; id. ep. 17 (VII, 663); – ἐτύμως, Aesch. Spt. 901; Pind. Ol. 6, 77 u. Folgde; – τὸ ἔτυμον, die wahre Bedeutung eines Wortes nach seiner Abstammung von der Wurzel, D. Sic. 1, 11; Ath. XII, 571 d; so auch ἐτύμως, Arist. de mundo 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτῠμος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Σοφ. Φιλ. 205 (Λυρ.): - ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ ἐτήτυμος, ἀληθής, βέβαιος, πραγματικός: ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· οὕτως, ἐγώ, φάμ’ ἔτυμον Σοφ. Ἀντ. 1320· ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Ὀδ. Τ. 203, πρβλ. Ἡσ. Θ. 27· οἵ ῤ’ ἔτυμα κραίνουσι, οὗτοι οἱ ὄνειροι ἔχουσιν ἀληθῆ ἔκβασιν, Ὀδ. Τ. 567, πρβλ. Θέοφν. 713, Αἰσχύλ. Πρ. 293· ἔτ. λόγος, ἀληθὴς διήγησις, φήμη, Στησίχ. 29, Πινδ. Π. 1. 132· ἔτ. ἄγγελος, φήμη, φάτις Αἰσχύλ. Θήβ. 82, Εὐρ. Ἠλ. 818, Ἀριστοφ. Εἰρ. 114· πάθεα Αἰσχύλ. Εὐμ. 496· τέχνη παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 260Ε· ὡς ἒτυμ’ ἐστάκαντι, πόσον φυσικῶς..., Θεόκρ. 15. 82. 2) τὸ οὐδέτ. ἔτυμον, πάρ, Ὁμ. εἶναι καὶ Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, ὄντως, πραγματικῶς, ἀλλ’ ἔτυμόν τοι ἦλθ’ Ὀδυσεὺς Ὀδ. Ψ. 26 οὔ σ’ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἰλ. Ψ. 440· ὡς ἔτυμον Ἀνθ. Π. 7. 352· ὡσαύτως πληθ., ἔτυμα, αὐτόθι 663· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. ἐτύμως, Ξενοφάν. 7. 4, Πινδ. Ο. 6. 130, Αἰσχύλ. Θήβ. 918, κτλ.· ὡς ἐτύμως ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 534. II. ἔτυμον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἀληθὴς κατὰ γράμμα σημασία τῆς λέξεως ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς, ἡ ἐτυμολογία ἢ παραγωγὴ αὐτῆς, ἡ ῥίζα, Διόδ. 1. 11, Ἀθήν. 571D, Πλούταρχ. 2. 278D. - Ἐπίρρ. -μως, ἐτυμολογικῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ· καὶ παρὰ μεταγεν. μόνον ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ, πλὴν ἐν Πλάτ. Ἀξιὸχ 366Β.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 vrai, réel, véritable : ψεύδεα λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα OD dire des mensonges semblables à des vérités ; ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρεῶ ; IL mentirai-je ou dirai-je la vérité ? adv. • ἔτυμον, réellement, véritablement;
2 subst. τὸ ἔτυμον vrai sens, sens étymologique d’un mot.
Étymologie: ἐτεός.
English (Autenrieth)
pl. ἔτυμα, and ἔτυμον = ἐτήτυμος, ἐτήτυμον, Od. 19.203, , Od. 23.26.
English (Slater)
ἔτῠμος
1 true ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος (O. 2.55) Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) adv., -ως, in truth, εἰ δ' ἐτύμως ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις (O. 6.77)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔτυμος, -ον και ἔτυμος, -ύμη, -ον)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν)
η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα
αρχ.
αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» — αληθινή διήγηση, Στησίχ.)
επίρρ...
ἐτύμως και ἔτυμον (Α)
1. αληθινά, πραγματικά («ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός», Αισχύλ.) (συν. και στη φράση ὡς ἐτύμως)
2. ετυμολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ετεός, του οποίου το ουδ. το έτυμον «η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων» ουσιαστικοποιήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ως α' σύνθ. του ρ. ετυμολογώ (> ετυμολογία)].
Greek Monotonic
ἔτῠμος: -ον, όπως τα ἐτέος, ἐτήτυμος·
1. αληθής, πραγματικός, βέβαιος, αληθινός, γνήσιος, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; να πω ψέματα ή να πω την αλήθεια; σε Όμηρ.· οἵῥ', ἔτυμα κραίνουσι, αυτά (τα όνειρα) έχουν αληθινή έκβαση, σε Ομήρ. Οδ.· ἔτ. ἄγγελος, φήμη, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ουδ. ἔτυμον, ως επίρρ., όπως το ἐτεόν, αληθώς, όντως, πράγματι, σε Όμηρ.· επίσης, στον πληθ. ἔτυμα, σε Ανθ.· ομαλ. επίρρ. -μως, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἔτυμος: и 3
1) истинный, правильный, верный (λόγος Pind.; ἄγγελος Aesch.; φήμη Eur.);
2) правдивый, действительный (τέχνη Plat.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἐτεός.
Middle Liddell
ἔτῠμος, ον like ἐτέος, ἐτήτυμος,]
1. true, real, actual, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; shall I lie or speak truth? Hom.; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those [dreams] have true issues, Od.; ἔτ. ἄγγελος, φήμη Aesch., Eur.
2. neut. ἔτυμον as adv., like ἐτεόν, truly, really, Hom.; also pl., ἔτυμα Anth.; the regular adv. -μως, Aesch., etc.
Frisk Etymology German
ἔτυμος: {étumos}
See also: s. ἐτεός.
Page 1,584