ἐρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erotikos
|Transliteration C=erotikos
|Beta Code=e)rwtiko/s
|Beta Code=e)rwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[caused by love]], [[ὀργή]], [[λύπη]], <span class="bibl">Th.6.57</span>,<span class="bibl">59</span> ; <b class="b3">ἐ. ξυντυχία</b> a [[love]]-affair, ib.<span class="bibl">54</span> ; <b class="b3">ἐ. λόγος</b> a discourse [[on love]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span> 227c</span> ; <b class="b3">ἐ. μέλος</b> a [[love]] song, <span class="bibl">Bion 2.2</span> ; περὶ ἐ. αἰτίαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1303b22</span> ; ἐ. ἀρετή Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>76 ; ἐ. δυνάμεις <span class="bibl">Ph.2.481</span> ; δεινὸς περὶ τὰ ἐ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>193e</span>, al.; τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span> 4</span> ; also, = [[Ἐρωτίδια]], Plu.2.748f ; <b class="b3">-κή</b> (sc. [[φιλία]]), <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1164a3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[amorous]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>474d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1156b1</span>, <span class="bibl">Theoc. 14.61</span>, etc. ; περὶ τὰ εὐμορφότατα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>2</span> : Comp.ἐρωτικώτερος<span class="bibl">X. <span class="title">Smp.</span>4.62</span> : generally, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fond of]] a thing, πρὸς χρυσίον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>25</span> ; <b class="b3">τὰ τοῦ σώματος -ικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν</b> the [[cravings]] of the body, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>186c</span>. Adv. -κῶς, περιαλγήσας <span class="bibl">Th.6.54</span> ; ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>1.5</span> ; ἐ. διατίθεσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>207b</span> ; <b class="b3">ἐ. ἔχειν τοῦ Σωκράτους</b> ib.<span class="bibl">222c</span> ; τοῦ ποιεῖν τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.12</span> : Sup. -ώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου <span class="bibl">Id.<span class="title">Hier.</span>1.21</span>.</span>
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[of]] or [[cause]]d by [[love]], [[ὀργή]], [[λύπη]], Th.6.57,59 ; ἐρωτικὴ [[ξυντυχία]] = a [[love]]-[[affair]], ib.54 ; ἐρωτικὸς [[λόγος]] = a [[discourse]] on [[love]], Pl.Phdr. 227c ; ἐρωτικὸν [[μέλος]] = a [[love]] [[song]], Bion 2.2 ; περὶ ἐρωτικὴν αἰτίαν Arist.Pol.1303b22 ; ἐρωτικὴ ἀρετή Phld.D.3Fr.76 ; ἐρωτικαὶ δυνάμεις Ph.2.481 ; δεινὸς περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp.193e, al.; τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος Plu.Cim. 4 ; also, = [[Ἐρωτίδια]], Plu.2.748f ; ἡ [[ἐρωτική]] (sc. [[φιλία]]), Arist.EN1164a3.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[amorous]], Pl.R.474d, Arist.EN1156b1, Theoc. 14.61, etc. ; περὶ τὰ εὐμορφότατα Luc.Dom.2 : Comp. [[ἐρωτικώτερος]] X. Smp.4.62 : generally,<br><span class="bld">A</span> [[fond]] of a thing, πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25 ; τὰ τοῦ σώματος ἐρωτικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν = the [[craving]]s of the [[body]], Pl.Smp.186c. Adv. [[ἐρωτικῶς]], περιαλγήσας Th.6.54 ; ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5 ; [[ἐρωτικῶς]] [[διατίθεσθαι]] Pl.Smp.207b ; ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib.222c ; τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12 : Sup. [[ἐρωτικώτατα]], ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:59, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτικός Medium diacritics: ἐρωτικός Low diacritics: ερωτικός Capitals: ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erōtikós Transliteration B: erōtikos Transliteration C: erotikos Beta Code: e)rwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of or caused by love, ὀργή, λύπη, Th.6.57,59 ; ἐρωτικὴ ξυντυχία = a love-affair, ib.54 ; ἐρωτικὸς λόγος = a discourse on love, Pl.Phdr. 227c ; ἐρωτικὸν μέλος = a love song, Bion 2.2 ; περὶ ἐρωτικὴν αἰτίαν Arist.Pol.1303b22 ; ἐρωτικὴ ἀρετή Phld.D.3Fr.76 ; ἐρωτικαὶ δυνάμεις Ph.2.481 ; δεινὸς περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp.193e, al.; τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος Plu.Cim. 4 ; also, = Ἐρωτίδια, Plu.2.748f ; ἡ ἐρωτική (sc. φιλία), Arist.EN1164a3.
II of persons, amorous, Pl.R.474d, Arist.EN1156b1, Theoc. 14.61, etc. ; περὶ τὰ εὐμορφότατα Luc.Dom.2 : Comp. ἐρωτικώτερος X. Smp.4.62 : generally,
A fond of a thing, πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25 ; τὰ τοῦ σώματος ἐρωτικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν = the cravings of the body, Pl.Smp.186c. Adv. ἐρωτικῶς, περιαλγήσας Th.6.54 ; ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5 ; ἐρωτικῶς διατίθεσθαι Pl.Smp.207b ; ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib.222c ; τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12 : Sup. ἐρωτικώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21.

German (Pape)

[Seite 1041] zur Liebe gehörig, die Liebe betreffend, ὀργὴ ἐρ., Liebeszorn, Thuc. 6, 57; λύπη, ibd. 59; μανία, Plat. Phaedr. 265 b; τέχνη, 275 a; oft τὰ ἐρωτικά, Liebeshändel, Liebe, auch Begierde, Conv. 186 c; ἀνὴρ ἐρωτικός, Phaedr. 248 d, der sich auf die Liebe versteht, wie Xen. Hem. 2, 6, 28; οἱ νέοι ἐρωτικοί, zur Liebe geneigt, ihr ergeben, verliebt, Arist. Eth. 8, 3; τοῦτο ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας, für einen Liebhaber passend, Luc. Scyth. 5; πρὸς τὸ χρυσίον, nach Golde lüstern, Plut. Dem. 25, wie περί τι, Luc. dom. 2. – Bei Plut. Amator. 1 ist τὰ ἐρωτικά = ἐρωτίδια. – Adv. ἐρωτικῶς, z. B. περιαλγεῖν, wie ein Liebhaber, Thuc. 6, 54; ἔχειν τινός, Neigung zu Etwas haben, Plat. Conv. 222 c; Xen. Cyr. 3, 3, 12; ἐρωτικώτατά τινος ἔχειν Hier. 1, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἔρωτα ἢ προεχόμενος ἐξ ἔρωτος, ὀργή, λύπη Θουκ. 6. 57, 59· ἐρ. ξυντυχία. ἐρωτικὴ ὑπόθεσις, αὐτόθι 54· ἐρ. λόγος, λόγος περὶ ἔρωτος, Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· ἐρ. μέλος, ᾆσμα ἐρωτ., Βίων 15. 2· περὶ ἐρ. αἰτίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 1· τὰ ἐρωτικά, ἐρωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Συμπ. 186C, 193Ε, κ. ἀλλ.· τὰ ἐρ. περὶ γυναῖκας Πλουτ. Κίμ. 4· ὡσαύτως, = Ἐρωτίδια Πλούταρχ. 2.748F· ἡ ἐρωτική, = τὰ ἐρωτικὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔκδοτος εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Πολ. 474D, κ. ἀλλ.· συγκρ. -ώτερος Ξεν. Συμπ. 4. 62· καθόλου, ἔχων ἔρωτα, τρέφων πόθον, πρός τι Πλουτ. Δημοσθ. 25. - Ἐπιρρ. -κῶς Θουκ. 6. 54· ἐρ. μεταχειρίζεσθαί τινα Λυσ. Ἀποσπ. 2· ἐρ. διατίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· ἐρ. ἔχειν τινός, ἔχειν ἔρωτα πρός τινα, αὐτόθι 222C· ἐρωτικῶς ἔχειν… τοῦ ποιεῖν τι, ἐπιθυμεῖν σφοδρῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l’amour, d’amour;
2 qui convient à un amant ou à un amoureux;
3 porté à l’amour, de complexion amoureuse;
4 p. ext. avide de, passionné pour : πρός τι, περί τι, pour qch;
Cp. ἐρωτικώτερος.
Étymologie: ἔρως.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη»)
2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή»)
3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται
μσν.
όμορφος, ευχάριστος στις αισθήσεις
2. ποθητός
3. ερωτευμένος
4. αγαπημένος
5. α) το αρσ. ως ουσ.ἐρωτικός
ο εραστής
β) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτική
η ερωμένη, η αγαπημένη
αρχ.-μσν.
1. αυτός που επιθυμεί ζωηρά κάτι
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρωτικά
ζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις.
επίρρ...
ερωτικώς και ερωτικά
(AM ἐρωτικῶς)
1. με ερωτικό τρόπο
2. με ερωτική διάθεση
αρχ.
φρ. «ἐρωτικῶς ἔχω τινός»
α) έχω ερωτική σχέση με κάποιον
β) (με απαρμφ.) επιθυμώ σφοδρά να κάνω κάτι («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ ἤδη ποιεῑν τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος. Η λ. ερωτικός απαντά ως α’ σύνθ. σε επτά μεσαιωνικά σύνθετα (πρβλ. ερωτικόβρυτος, ερωτικογραμμένος, ερωτικοενήδονος, ερωτικοθέλημα, ερωτικοκάρδιος, ερωτικοκόρη, ερωτικοπόθος) πιθ. αντί του ερωτο-].

Greek Monotonic

ἐρωτικός: -ή, -όν (ἔρως),·
I. ερωτικός, σε Θουκ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ερωτιάρικος, ερωτομανής, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ., -κῶς, σε Θουκ.· ἐρ. ἔχειν τινός, ποθώ, λαχταρώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτικός:
1) любовный, вызванный любовью (λύπη Thuc.; μανία Plat.; ἐπιθυμία Arst.): ἐρωτικὴ ξυντυχία Thuc. любовное приключение;
2) посвященный любви (λόγος Plat.);
3) преисполненный любви, влюбленный, любящий (νέοι Arst.);
4) сведущий в вопросах любви Plat., Xen.;
5) испытывающий влечение, стремящийся, склонный (πρός τι Plut. и περί τι Luc.).

Middle Liddell

ἐρωτικός, ή, όν ἔρως
I. amatory, Thuc., etc.
II. of persons, amorous, Plat., Xen.:—adv. -κῶς, Thuc.; ἐρ. ἔχειν τινός to be eager for, Xen.

English (Woodhouse)

amatory, dealing with love, of love

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)