κλω: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («ἐκλάσθη δὲ [[δόναξ]], ἐβάρυνε δὲ μηρόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>3.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]] («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] τεθλασμένη [[γραμμή]], διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη [[γραμμή]]» <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τά κλώμενα τῶν ρευμάτων» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εξασθενίζω]] ή [[αποδυναμώνω]] [[κάτι]] («[[φωνή]] κεκλασμένη, σαφὴς δέ», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (το παθ.) <i>κλώμαι</i><br />συγκινούμαι<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεκλασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>μουσ.</b> α) υπερβολικά φορτωμένος με τσακίσματα και στολίδια<br />β) [[επιτηδευμένος]]<br />γ) <b>φρ.</b> «κεκλασμένον [[μέλος]]» — [[μελωδία]] που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μετατροπίες και στολίδια και για την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποχαυνώνει και εκθηλύνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>klă</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>(<i>ә</i>)- «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]». Συνδέεται με το λιθουαν. <i>kalu</i>, <i>kalti</i> «[[σφυρηλατώ]]», το λατ. <i>per</i>-<i>cello</i> «[[κτυπώ]], [[θρυμματίζω]]», το αρχ. σλαβ. <i>koljo</i> «[[χωρίζω]]» κ.ά. Το θ. <i>κλασ</i>- που εμφανίζεται στα παρ. [[κλάσις]], [[κλάσμα]], [[κλασμός]], [[κλάστης]], [[κλαστός]] κ.λπ. μπορεί να προέρχεται από τον ένσιγμο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>κλα</i>-<i>σ</i>-<i>α</i>, δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας, που δεν εμφανίζεται σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ένδειξη για παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>κλαδ</i>- ( | |mltxt=κλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («ἐκλάσθη δὲ [[δόναξ]], ἐβάρυνε δὲ μηρόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>3.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]] («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] τεθλασμένη [[γραμμή]], διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη [[γραμμή]]» <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τά κλώμενα τῶν ρευμάτων» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εξασθενίζω]] ή [[αποδυναμώνω]] [[κάτι]] («[[φωνή]] κεκλασμένη, σαφὴς δέ», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (το παθ.) <i>κλώμαι</i><br />συγκινούμαι<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεκλασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>μουσ.</b> α) υπερβολικά φορτωμένος με τσακίσματα και στολίδια<br />β) [[επιτηδευμένος]]<br />γ) <b>φρ.</b> «κεκλασμένον [[μέλος]]» — [[μελωδία]] που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μετατροπίες και στολίδια και για την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποχαυνώνει και εκθηλύνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>klă</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>(<i>ә</i>)- «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]». Συνδέεται με το λιθουαν. <i>kalu</i>, <i>kalti</i> «[[σφυρηλατώ]]», το λατ. <i>per</i>-<i>cello</i> «[[κτυπώ]], [[θρυμματίζω]]», το αρχ. σλαβ. <i>koljo</i> «[[χωρίζω]]» κ.ά. Το θ. <i>κλασ</i>- που εμφανίζεται στα παρ. [[κλάσις]], [[κλάσμα]], [[κλασμός]], [[κλάστης]], [[κλαστός]] κ.λπ. μπορεί να προέρχεται από τον ένσιγμο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>κλα</i>-<i>σ</i>-<i>α</i>, δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας, που δεν εμφανίζεται σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ένδειξη για παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>κλαδ</i>- ([[πρβλ]]. [[κλάδος]]) αποτελεί ο μεμονωμένος [[αθέματος]] [[μετοχικός]] τ. <i>απο</i>-<i>κλάς</i>, αν δεν αποτελεί [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>φθάσαι</i>: <i>φθας</i>. Χωρίς -<i>σ</i>-, το παρ. [[κλων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλαών</i>), ενώ μακρό -<i>α</i>- εμφανίζει το [[κλήμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλάσις]], [[κλάσμα]], [[κλάστης]], [[κλαστός]], [[κλήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλασμός]], [[κλαστήριον]], [[κλών]] <b>νεοελλ.</b> [[κλαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κλασαυχενεύομαι]], [[κλασαυχενίζομαι]], [[κλασαυχενισμός]], [[κλασιβώλαξ]]. (Β' συνθετικό) [[ανακλώ]], [[αντανακλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφικλώ</i>, <i>αντικλώ</i>, <i>αποκλώ</i>, [[διακλώ]], <i>εγκλώ</i>, [[εισκλώ]], <i>εκκλώ</i>, [[εναποκλώ]], <i>επεγκλώ</i>, [[επικατακλώ]], [[επικλώ]], [[κατακλώ]], [[μετακλώ]], <i>ομοκλώ</i>, [[περικατακλώ]], [[περικλώ]], [[προκατακλώ]], [[περικλώ]], [[προκατακλώ]], <i>προκλώ</i>, [[προσανακλώ]], [[συγκλώ]], [[συνεπικλώ]], [[υπανακλώ]], [[υποκατακλώ]], [[υποκλώ]], <i>υποπερικλώ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
κλῶ, -άω (Α)
1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.)
2. κλαδεύω αμπέλι
3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ)
4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή» Αριστοτ.
β. «τά κλώμενα τῶν ρευμάτων» Πλούτ.)
5. εξασθενίζω ή αποδυναμώνω κάτι («φωνή κεκλασμένη, σαφὴς δέ», Ιπποκρ.)
6. (το παθ.) κλώμαι
συγκινούμαι
7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κεκλασμένος, -η, -ον
μουσ. α) υπερβολικά φορτωμένος με τσακίσματα και στολίδια
β) επιτηδευμένος
γ) φρ. «κεκλασμένον μέλος» — μελωδία που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μετατροπίες και στολίδια και για την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποχαυνώνει και εκθηλύνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα klă- της ΙΕ ρίζας kel(ә)- «σπάζω, χτυπώ». Συνδέεται με το λιθουαν. kalu, kalti «σφυρηλατώ», το λατ. per-cello «κτυπώ, θρυμματίζω», το αρχ. σλαβ. koljo «χωρίζω» κ.ά. Το θ. κλασ- που εμφανίζεται στα παρ. κλάσις, κλάσμα, κλασμός, κλάστης, κλαστός κ.λπ. μπορεί να προέρχεται από τον ένσιγμο αόρ. ἔ-κλα-σ-α, δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή της ρίζας, που δεν εμφανίζεται σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ένδειξη για παρεκτεταμένη μορφή κλαδ- (πρβλ. κλάδος) αποτελεί ο μεμονωμένος αθέματος μετοχικός τ. απο-κλάς, αν δεν αποτελεί προϊόν αναλογίας κατά το σχήμα φθάσαι: φθας. Χωρίς -σ-, το παρ. κλων (< κλαών), ενώ μακρό -α- εμφανίζει το κλήμα.
ΠΑΡ. κλάσις, κλάσμα, κλάστης, κλαστός, κλήμα
αρχ.
κλασμός, κλαστήριον, κλών νεοελλ. κλαστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλασαυχενεύομαι, κλασαυχενίζομαι, κλασαυχενισμός, κλασιβώλαξ. (Β' συνθετικό) ανακλώ, αντανακλώ
αρχ.
αμφικλώ, αντικλώ, αποκλώ, διακλώ, εγκλώ, εισκλώ, εκκλώ, εναποκλώ, επεγκλώ, επικατακλώ, επικλώ, κατακλώ, μετακλώ, ομοκλώ, περικατακλώ, περικλώ, προκατακλώ, περικλώ, προκατακλώ, προκλώ, προσανακλώ, συγκλώ, συνεπικλώ, υπανακλώ, υποκατακλώ, υποκλώ, υποπερικλώ].