κτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κτήση]] ή στο [[κτήμα]], στην [[περιουσία]] («χρημάτων κτησίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[Αφροδίτη]]) η [[προστάτιδα]] τών εταιρών, τών πορνών<br /><b>4.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμή) <i>ὁ Κτήσιος</i><br />αυτός που παρέχει, που χαρίζει [[περιουσία]] («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῦ πωλεῖν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων<br />β) «[[κτήσιος]] [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτήτ</i>-<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση, <span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημόσιος]]), με πιθανή [[επίδραση]] του [[κτῆσις]].
|mltxt=[[κτήσιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κτήση]] ή στο [[κτήμα]], στην [[περιουσία]] («χρημάτων κτησίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Δία) [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[Αφροδίτη]]) η [[προστάτιδα]] τών εταιρών, τών πορνών<br /><b>4.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ερμή) <i>ὁ Κτήσιος</i><br />αυτός που παρέχει, που χαρίζει [[περιουσία]] («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῦ πωλεῖν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων<br />β) «[[κτήσιος]] [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτήτ</i>-<i>ιος</i>, με συριστικοποίηση, <span style="color: red;"><</span> [[κτητός]] ([[πρβλ]]. [[δημόσιος]]), με πιθανή [[επίδραση]] του [[κτῆσις]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιος Medium diacritics: κτήσιος Low diacritics: κτήσιος Capitals: ΚΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: ktḗsios Transliteration B: ktēsios Transliteration C: ktisios Beta Code: kth/sios

English (LSJ)

α, ον, (κτῆσις) A belonging to property, χρήματα κ. property, A.Ag.1009 (lyr.); κ. βοτόν a sheep of one's own flock, S.Tr. 690. II domestic, Ζεὺς κ. the protector of house and property, A. Supp.445, Hp.Insomn.89, Orac. ap. D.21.53, Antipho 1.16: pl., τοὺς κ. Δίας Anticl.13; also Ἀθηνᾶ κ. Hp.l.c.; ὁ θεὸς ὁ κ. Plu.2.828a; κ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, A.Ag.1038; θεοὶ κ., = Lat. Penates, D.H. 8.41.

German (Pape)

[Seite 1519] zum Eigenthum, Vermögen gehörig; χρήματα Aesch. Ag. 981; κτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. Tr. 687. – Auch Ζεύς, Aesch. Suppl. 440, der das Eigenthum schützt, = ἑρκεῖος, Ath. XI, 473 b; s. noch Antiph. 1, 16 u. bes. Is. 8, 16, wo zu ihm gefleht wird ὑγίειαν διδόναι καὶ κτῆσιν ἀγαθήν, u. Harpocr.; u. so βωμός κτ. Aesch. Ag. 1008. – Θεοὶ κτήσιοι, die Hausgötter, deren Bilder auf dem Heerde standen, die Penaten, D. Hal. 8, 41, nach 1, 67 die Röm. penates. – Ἑρμῆς κτήσιος, der Eigenthum, Vermögen verleihende, so erklärt man θεὸς κτ. Plut. de vit. aer. al. 2, wie auch Ζεὺς κτήσιος. – Auch Κύπρις κτησία, als Beschützerinn der Hetären, Leon. Tar. 5 (VI, 211).

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιος: -α, -ον, (κτῆσις) ἀνήκων εἰς περιουσίαν, χρήματα κτ., περιουσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1009· κτήσιον βοτόν, πρόβατον τῆς ποίμνης τινός, Σοφ. Τρ. 690. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν τινός, οἰκεῖος, Λατ. penetralis, Ζεὺς κτήσιος, ὁ προστάτης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιουσίας, Ἱππ. 378. 29, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 445, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28, Ἀντιφῶν 113. 12, Ἀθήν. 473Β· καλούμενος ἁπλῶς, ὁ Κτήσιος, Πλούτ. 2. 828Α· κτ. βωμός, ὁ βωμὸς τοῦ Διός, κτησίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1038· ― ἀλλά, Κύπρις κτησία, ὡς προστάτις τῶν πορνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 211 (κοινῶς γνησία)· θεοὶ κτήσιοι = οἱ παρὰ Λατίνοις Penates, Διον. Ἀλ. 8. 41.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d’un animal domestique, càd d’une brebis;
2 qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς κτήσιος ESCHL ou simpl. ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : κτήσιος βωμός ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.
Étymologie: κτάομαι.

Greek Monolingual

κτήσιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση ή στο κτήμα, στην περιουσία («χρημάτων κτησίων», Αισχύλ.)
2. (για τον Δία) προστάτης της ιδιοκτησίας («ἀγγεῑον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)
3. (για την Αφροδίτη) η προστάτιδα τών εταιρών, τών πορνών
4. (ως προσωνυμία του Ερμή) ὁ Κτήσιος
αυτός που παρέχει, που χαρίζει περιουσία («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῦ πωλεῖν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», Πλούτ.)
5. φρ. α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων
β) «κτήσιος βωμός» — ο βωμός του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτήτ-ιος, με συριστικοποίηση, < κτητός (πρβλ. δημόσιος), με πιθανή επίδραση του κτῆσις.

Greek Monotonic

κτήσιος: -α, -ον (κτάομαι),
I. αυτός που ανήκει στην ιδιοκτησία, χρήματα κτ., περιουσία, σε Αισχύλ.· κτ. βοτόν, το πρόβατο από το κοπάδι κάποιου, σε Σοφ.
II. αυτός που ανήκει στο σπίτι, Ζεὺς κτήσιος, ο προστάτης της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ.βωμός, ο βωμός του Διὸς κτησίου, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτήσιος -α -ον [κτῆσις] tot het eigen bezit behorend, eigen;. χρημάτων κτησίων van eigen bezittingen Aeschl. Ag. 1009; κτησίου βοτοῦ van ons eigen vee Soph. Tr. 690. die het familiebezit beschermt (vooral als epithet van Zeus, ook van Athene);. κτησίου βωμοῦ πέλας dichtbij het beschermende altaar (d.w.z. van Zeus Ktesios) Aeschl. Ag. 1038.

Russian (Dvoretsky)

κτήσιος:
1) находящийся в личной собственности, собственный (χρήματα Aesch.): χτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. шерсть, (полученная от) собственного стада;
2) стоящий на страже домашнего очага (Ζεύς, βωμός Aesch.): Κύπρις κτησία (v. l. Κρησία) Anth. Киприда, покровительница гетер.

Middle Liddell

κτήσιος, η, ον κτάομαι
I. belonging to property, χρήματα κτ. property, Aesch.; κτ. βοτόν a sheep of one's own flock, Soph.
II. belonging to one's house, Ζεὺς κτήσιος the protector of property, Aesch.; κτ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, Aesch.