οφρύς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ὀφρῡς και [[ὀφρύς]])<br /><b>1.</b> το [[έπαρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από την οφθαλμική [[κόγχη]] [[μαζί]] με το τοξοειδές τριχωτό [[δέρμα]] που το καλύπτει, το [[φρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οφρύς]] λόφου [ή όρους]» — το [[χείλος]] γκρεμού, και, γενικά, το [[κράσπεδο]] οποιουδήποτε υψώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τοπογρ.)</b> η χαρακτηριστική [[καμπύλη]] ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο [[μέρος]] του, δηλ. την [[κορυφή]], από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] [[μέχρι]] τις υπώρειες<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[νέφος]] με σκούρο [[χρώμα]] που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή [[καταιγίδα]]<br /><b>4.</b> <b>ωκεαν.</b> η [[γραμμή]] στην οποία περατώνεται [[προς]] τα [[επάνω]] η [[χαίτη]] [[κάθε]] κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ορχιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφρόνηση]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>2.</b> [[κρηπίδωμα]], [[ανάχωμα]] («ὀφρὺς [[ἀπότομος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[παραλία]] («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>6.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>7.</b> [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[μαζί]] με το ρ. [[νεύω]] προκειμένου να δηλωθεί [[συναίσθημα]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή [[συναίνεση]] σχετικά με κάποιο [[συμβάν]] (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν [[δεινά]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, [[ηρεμώ]] ή [[αποκτώ]] χαρούμενη [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀφρύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ū</i>- «[[φρύδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ū</i><i>h</i>, αρχ. ιρλδ. <i>forbru</i>, αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ū</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brow</i>, γερμ. <i>Braue</i>), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>brŭvi</i>, λιθουαν. <i>bruvis</i>, αρχ. νορβ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i>, αβεστ. <i>brvat</i>-, μακεδονικό <i>ἀβροῦτες</i><br />[[ὀφρῦς]]). Το αρκτικό ὀτου τ. [[ὀφρύς]] αποτελεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], προθεματικό [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>ἀβροῦτες</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η οποία στηρίζεται στην [[παρουσία]] σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>eye</i>-<i>brow</i>, γερμ. <i>Αuge</i>-<i>brauen</i>), η λ. [[ὀφρύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπφρυς</i>) [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ὀπ</i> του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>). Η λ. [[ὀφρύς]] απαντά στα ανθρωπωνύμια <i>Ὀφρυάδας</i>, <i>Ὄφρυλλος</i> και πιθ. στο μυκηναϊκό <i>reukoroopu</i><sub>2</sub><i>ru</i> = <i>Λευκό</i>-<i>οφρυς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οφρυάζω]], [[οφρυαία]], [[οφρυγνά]], [[οφρύη]], [[οφρυόεις]], [[οφρυούμαι]], [[οφρυώ]], [[οφρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>οφρύδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>οφρυανασπίδης</i>, [[οφρύκνηστον]], [[οφρυόσκιος]]. (Β' συνθετικό) [[λεύκοφρυς]], [[σύνοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντόφρυς</i>, [[δάσοφρυς]], <i>ένοφρυς</i>, [[εύοφρυς]], [[ίσοφρυς]], [[κυάνοφρυς]], [[λασίοφρυς]], [[λυκόφρυς]], [[μελάνοφρυς]], <i>μεσόφρυς</i>, [[μίξοφρυς]], [[υπέροφρυς]], [[χρύσοφρυς]].
|mltxt=η (Α [[ὀφρῦς]] και [[ὀφρύς]])<br /><b>1.</b> το [[έπαρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από την οφθαλμική [[κόγχη]] [[μαζί]] με το τοξοειδές τριχωτό [[δέρμα]] που το καλύπτει, το [[φρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οφρύς]] λόφου [ή όρους]» — το [[χείλος]] γκρεμού, και, γενικά, το [[κράσπεδο]] οποιουδήποτε υψώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τοπογρ.)</b> η χαρακτηριστική [[καμπύλη]] ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο [[μέρος]] του, δηλ. την [[κορυφή]], από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] [[μέχρι]] τις υπώρειες<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[νέφος]] με σκούρο [[χρώμα]] που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή [[καταιγίδα]]<br /><b>4.</b> <b>ωκεαν.</b> η [[γραμμή]] στην οποία περατώνεται [[προς]] τα [[επάνω]] η [[χαίτη]] [[κάθε]] κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ορχιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφρόνηση]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>2.</b> [[κρηπίδωμα]], [[ανάχωμα]] («ὀφρὺς [[ἀπότομος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[παραλία]] («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>6.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>7.</b> [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[μαζί]] με το ρ. [[νεύω]] προκειμένου να δηλωθεί [[συναίσθημα]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή [[συναίνεση]] σχετικά με κάποιο [[συμβάν]] (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν [[δεινά]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, [[ηρεμώ]] ή [[αποκτώ]] χαρούμενη [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀφρύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ū</i>- «[[φρύδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ū</i><i>h</i>, αρχ. ιρλδ. <i>forbru</i>, αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ū</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brow</i>, γερμ. <i>Braue</i>), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>brŭvi</i>, λιθουαν. <i>bruvis</i>, αρχ. νορβ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i>, αβεστ. <i>brvat</i>-, μακεδονικό <i>ἀβροῦτες</i><br />[[ὀφρῦς]]). Το αρκτικό ὀτου τ. [[ὀφρύς]] αποτελεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], προθεματικό [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>ἀβροῦτες</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η οποία στηρίζεται στην [[παρουσία]] σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>eye</i>-<i>brow</i>, γερμ. <i>Αuge</i>-<i>brauen</i>), η λ. [[ὀφρύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπφρυς</i>) [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ὀπ</i> του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>). Η λ. [[ὀφρύς]] απαντά στα ανθρωπωνύμια <i>Ὀφρυάδας</i>, <i>Ὄφρυλλος</i> και πιθ. στο μυκηναϊκό <i>reukoroopu</i><sub>2</sub><i>ru</i> = <i>Λευκό</i>-<i>οφρυς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οφρυάζω]], [[οφρυαία]], [[οφρυγνά]], [[οφρύη]], [[οφρυόεις]], [[οφρυούμαι]], [[οφρυώ]], [[οφρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>οφρύδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>οφρυανασπίδης</i>, [[οφρύκνηστον]], [[οφρυόσκιος]]. (Β' συνθετικό) [[λεύκοφρυς]], [[σύνοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντόφρυς</i>, [[δάσοφρυς]], <i>ένοφρυς</i>, [[εύοφρυς]], [[ίσοφρυς]], [[κυάνοφρυς]], [[λασίοφρυς]], [[λυκόφρυς]], [[μελάνοφρυς]], <i>μεσόφρυς</i>, [[μίξοφρυς]], [[υπέροφρυς]], [[χρύσοφρυς]].
}}
}}
==Translations==
Afrikaans: wenkbrou; Albanian: vetull; Arabic: حَاجِب‎; Egyptian Arabic: حاجب‎; Aragonese: cella, zella; Armenian: ունք, հոնք; Aromanian: sprindzeanã, sufrãmtseauã, dzeanã; Assamese: চেলাউৰি; Asturian: ceya; Azerbaijani: qaş; Bakhtiari: برگ‎; Baluchi: بروان‎; Bashkir: ҡаш; Basque: bekain; Bau Bidayuh: koning; Belarusian: брыво́; Bengali: ভুরু; Bikol Central: kiray; Bulgarian: ве́жда; Burmese: မျက်ခုံး; Catalan: cella; Cebuano: kilay; Central Dusun: kudou; Central Melanau: likau; Chinese Cantonese: 眼眉, 眼眉毛; Mandarin: 眉毛, 眼眉; Chuvash: куҫ; Classical Nahuatl: īxcuahmōlli; Coptic: ⲙⲉϫⲉⲛϩ; Cornish: abrans; Corsican: sopracigliu; Crimean Tatar: qaş; Czech: obočí; Dalmatian: čeja; Danish: øjenbryn; Dhivehi: އައިބްރޯ‎; Dupaningan Agta: kiray; Dutch: wenkbrauw; Elfdalian: ogenbråin; Esperanto: brovo; Estonian: kulmud; Faroese: eygnabrún, eygnabrúgv; Finnish: silmäkulma, kulma, kulmakarvat; French: sourcil; Friulian: cee, sorecee; Galician: sobrecella; Georgian: წარბი; German: Braue, Augenbraue; Alemannic German: [[Augbraame]]; Greek: [[φρύδι]]; Ancient Greek: [[ὀφρύς]], [[ὀφρῦς]]; Greenlandic: qallu; Guaraní: tyvyta; Hebrew: גַּבָּה‎; Hindi: अब्रू, भव; Hungarian: szemöldök; Icelandic: augabrún; Ido: brovo; Indonesian: alis; Inuktitut: ᖃᓪᓗ; Iranun: kirai; Irish: mala, fabhra; Italian: sopracciglio; Japanese: まゆ, 眉, まゆ毛, 眉毛; Kalmyk: күмсг; Kazakh: қас; Khmer: ចិញ្ចើម; Kimaragang: kudou; Korean: 눈썹; Kurdish Central Kurdish: بِرۆ‎; Northern Kurdish: birû; Kyrgyz: каш; Lao: ຄິ້ວ; Latgalian: izacs; Latin: [[supercilium]]; Latvian: uzacs; Lezgi: рацӏан; Lithuanian: antakis; Lotud: kudou, kiar; Luxembourgish: Aperhoer; Macedonian: веѓа; Malay: kening, bulu kening, alis, kirai; Maltese: ħaġeb; Manchu: ᡶᠠᡳᡨᠠᠨ; Manx: mollee; Maori: pewa; Mazanderani: بلفه‎; Meriam: iraw; Mongolian: хөмсөг; Navajo: anátʼéézh, anátsʼiin; Nepali: आँखीभौं; Ngazidja Comorian: nɗazi; Norman: soucile; Norwegian Bokmål: øyebryn, øyenbryn; Nynorsk: augebryn, augnebryn, augebrun, augnebrun; Occitan: ussa; Old Church Slavonic Cyrillic: брꙑ; Old English: oferbrū; Ossetian: ӕрфуг, ӕрфыг; Ottoman Turkish: ابرو‎, حاجب‎, قاش‎; Pashto: وروځه‎; Persian: ابرو‎, برو‎; Polish: brew; Portuguese: sobrancelha; Romanian: sprânceană, arcadă; Romansch: survantscheglia; Rungus: sambakon; Russian: бровь; Sabah Bisaya: kirai; Sami Inari: čalmekulme; Northern: gulbmi, gulbmeguolga; Skolt: čâʹlmmkuʹlmm; Southern: haermie; Sardinian: chíciu, cígiu; Scottish Gaelic: mala; Sebop: likau; Serbo-Croatian Cyrillic: обрва, веђа; Roman: obrva, veđa; Sicilian: supraccigghiu; Slovak: obočie; Slovene: obrv; Sorbian Lower Sorbian: wobwóco, wobwócyjo; Upper Sorbian: brjowka; Southern Altai: каш; Spanish: ceja; Swedish: ögonbryn; Tagal Murut: kurou; Tagalog: kilay; Tajik: абрӯ; Tamil: புருவம்; Tatar: каш; Telugu: కనుబొమ; Thai: ภมุ, คิ้ว; Tibetan: མིག་སྤུ; Timugon Murut: ruru; Tiwi: alangarrika, alangurrupwanga; Tocharian A: pärwāṃ; Tocharian B: pärwāne; Tok Pisin: gras bilong ai; Turkish: kaş; Turkmen: gaaş; Tuvan: хавак кирбии; Ukrainian: бро́ва; Urdu: ابرو‎; Uyghur: قاش‎; Uzbek: qosh; Vietnamese: lông mày; Volapük: logabob; Waray-Waray: kiray; Welsh: ael, aeliau; West Coast Bajau: kirei; West Frisian: eachbrau, winkbrau, wynbrau; White Winnebago: ceexahį; Yakut: хаас; Yiddish: ברעם‎; Zazaki: birwe; Zhuang: bwnda

Revision as of 17:11, 20 September 2021

Greek Monolingual

η (Α ὀφρῦς και ὀφρύς)
1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που το καλύπτει, το φρύδι
2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» — το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος
νεοελλ.
1. (τοπογρ.) η χαρακτηριστική καμπύλη ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο μέρος του, δηλ. την κορυφή, από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του
2. στρ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή ολόκληρο το έδαφος μέχρι τις υπώρειες
3. ναυτ. νέφος με σκούρο χρώμα που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή καταιγίδα
4. ωκεαν. η γραμμή στην οποία περατώνεται προς τα επάνω η χαίτη κάθε κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το μήκος του
5. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας ορχιδίδες
αρχ.
1. καταφρόνηση, έπαρση, υπεροψία
2. κρηπίδωμα, ανάχωμα («ὀφρὺς ἀπότομος», Πολ.)
3. απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)
4. επιστύλιο
5. (κατ' επέκτ.) η παραλία («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)
6. είδος φυτού
7. συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρ. νεύω προκειμένου να δηλωθεί συναίσθημα, ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή συναίνεση σχετικά με κάποιο συμβάν (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», Ομ. Οδ.
β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν», Αριστοφ.
γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν δεινά», Αριστοφ.)
8. φρ. «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — χαλαρώνω τα φρύδια μου, ηρεμώ ή αποκτώ χαρούμενη έκφραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀφρύς ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhrū- «φρύδι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. bhrūh, αρχ. ιρλδ. forbru, αγγλοσαξ. brū (πρβλ. αγγλ. brow, γερμ. Braue), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (πρβλ. αρχ. σλαβ. brŭvi, λιθουαν. bruvis, αρχ. νορβ. brūn, αβεστ. brvat-, μακεδονικό ἀβροῦτες
ὀφρῦς). Το αρκτικό ὀτου τ. ὀφρύς αποτελεί, κατά μία άποψη, προθεματικό φωνήεν (πρβλ. και τον τ. ἀβροῦτες). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η οποία στηρίζεται στην παρουσία σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (πρβλ. αγγλ. eye-brow, γερμ. Αuge-brauen), η λ. ὀφρύς (< ὀπφρυς) είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ὀπ του ὄπωπα (πρβλ. όμμα). Η λ. ὀφρύς απαντά στα ανθρωπωνύμια Ὀφρυάδας, Ὄφρυλλος και πιθ. στο μυκηναϊκό reukoroopu2ru = Λευκό-οφρυς.
ΠΑΡ. αρχ. οφρυάζω, οφρυαία, οφρυγνά, οφρύη, οφρυόεις, οφρυούμαι, οφρυώ, οφρυώδης
μσν.
οφρύδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οφρυανασπίδης, οφρύκνηστον, οφρυόσκιος. (Β' συνθετικό) λεύκοφρυς, σύνοφρυς
αρχ.
αντόφρυς, δάσοφρυς, ένοφρυς, εύοφρυς, ίσοφρυς, κυάνοφρυς, λασίοφρυς, λυκόφρυς, μελάνοφρυς, μεσόφρυς, μίξοφρυς, υπέροφρυς, χρύσοφρυς.

Translations

Afrikaans: wenkbrou; Albanian: vetull; Arabic: حَاجِب‎; Egyptian Arabic: حاجب‎; Aragonese: cella, zella; Armenian: ունք, հոնք; Aromanian: sprindzeanã, sufrãmtseauã, dzeanã; Assamese: চেলাউৰি; Asturian: ceya; Azerbaijani: qaş; Bakhtiari: برگ‎; Baluchi: بروان‎; Bashkir: ҡаш; Basque: bekain; Bau Bidayuh: koning; Belarusian: брыво́; Bengali: ভুরু; Bikol Central: kiray; Bulgarian: ве́жда; Burmese: မျက်ခုံး; Catalan: cella; Cebuano: kilay; Central Dusun: kudou; Central Melanau: likau; Chinese Cantonese: 眼眉, 眼眉毛; Mandarin: 眉毛, 眼眉; Chuvash: куҫ; Classical Nahuatl: īxcuahmōlli; Coptic: ⲙⲉϫⲉⲛϩ; Cornish: abrans; Corsican: sopracigliu; Crimean Tatar: qaş; Czech: obočí; Dalmatian: čeja; Danish: øjenbryn; Dhivehi: އައިބްރޯ‎; Dupaningan Agta: kiray; Dutch: wenkbrauw; Elfdalian: ogenbråin; Esperanto: brovo; Estonian: kulmud; Faroese: eygnabrún, eygnabrúgv; Finnish: silmäkulma, kulma, kulmakarvat; French: sourcil; Friulian: cee, sorecee; Galician: sobrecella; Georgian: წარბი; German: Braue, Augenbraue; Alemannic German: Augbraame; Greek: φρύδι; Ancient Greek: ὀφρύς, ὀφρῦς; Greenlandic: qallu; Guaraní: tyvyta; Hebrew: גַּבָּה‎; Hindi: अब्रू, भव; Hungarian: szemöldök; Icelandic: augabrún; Ido: brovo; Indonesian: alis; Inuktitut: ᖃᓪᓗ; Iranun: kirai; Irish: mala, fabhra; Italian: sopracciglio; Japanese: まゆ, 眉, まゆ毛, 眉毛; Kalmyk: күмсг; Kazakh: қас; Khmer: ចិញ្ចើម; Kimaragang: kudou; Korean: 눈썹; Kurdish Central Kurdish: بِرۆ‎; Northern Kurdish: birû; Kyrgyz: каш; Lao: ຄິ້ວ; Latgalian: izacs; Latin: supercilium; Latvian: uzacs; Lezgi: рацӏан; Lithuanian: antakis; Lotud: kudou, kiar; Luxembourgish: Aperhoer; Macedonian: веѓа; Malay: kening, bulu kening, alis, kirai; Maltese: ħaġeb; Manchu: ᡶᠠᡳᡨᠠᠨ; Manx: mollee; Maori: pewa; Mazanderani: بلفه‎; Meriam: iraw; Mongolian: хөмсөг; Navajo: anátʼéézh, anátsʼiin; Nepali: आँखीभौं; Ngazidja Comorian: nɗazi; Norman: soucile; Norwegian Bokmål: øyebryn, øyenbryn; Nynorsk: augebryn, augnebryn, augebrun, augnebrun; Occitan: ussa; Old Church Slavonic Cyrillic: брꙑ; Old English: oferbrū; Ossetian: ӕрфуг, ӕрфыг; Ottoman Turkish: ابرو‎, حاجب‎, قاش‎; Pashto: وروځه‎; Persian: ابرو‎, برو‎; Polish: brew; Portuguese: sobrancelha; Romanian: sprânceană, arcadă; Romansch: survantscheglia; Rungus: sambakon; Russian: бровь; Sabah Bisaya: kirai; Sami Inari: čalmekulme; Northern: gulbmi, gulbmeguolga; Skolt: čâʹlmmkuʹlmm; Southern: haermie; Sardinian: chíciu, cígiu; Scottish Gaelic: mala; Sebop: likau; Serbo-Croatian Cyrillic: обрва, веђа; Roman: obrva, veđa; Sicilian: supraccigghiu; Slovak: obočie; Slovene: obrv; Sorbian Lower Sorbian: wobwóco, wobwócyjo; Upper Sorbian: brjowka; Southern Altai: каш; Spanish: ceja; Swedish: ögonbryn; Tagal Murut: kurou; Tagalog: kilay; Tajik: абрӯ; Tamil: புருவம்; Tatar: каш; Telugu: కనుబొమ; Thai: ภมุ, คิ้ว; Tibetan: མིག་སྤུ; Timugon Murut: ruru; Tiwi: alangarrika, alangurrupwanga; Tocharian A: pärwāṃ; Tocharian B: pärwāne; Tok Pisin: gras bilong ai; Turkish: kaş; Turkmen: gaaş; Tuvan: хавак кирбии; Ukrainian: бро́ва; Urdu: ابرو‎; Uyghur: قاش‎; Uzbek: qosh; Vietnamese: lông mày; Volapük: logabob; Waray-Waray: kiray; Welsh: ael, aeliau; West Coast Bajau: kirei; West Frisian: eachbrau, winkbrau, wynbrau; White Winnebago: ceexahį; Yakut: хаас; Yiddish: ברעם‎; Zazaki: birwe; Zhuang: bwnda