ὑπόγειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypogeios
|Transliteration C=ypogeios
|Beta Code=u(po/geios
|Beta Code=u(po/geios
|Definition=also ὑπόγαιος, ον, (γῆ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[underground]], [[subterraneous]], οἴκημα ὑπόγαιον <span class="bibl">Hdt.2.100</span>,<span class="bibl">148</span> (vv.ll. <b class="b3">-γεον, -γεα</b>) ὀρύγματα ὑπόγαια [[mines]], <span class="bibl">Id.4.200</span> (v.l. [[-γεα]]) <b class="b3">; ὑπογαίου</b> (v.l. [[-γείου]]) βροντῆς <span class="bibl">A. <span class="title">Fr.</span>57.10</span> (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ <span class="title">Gp.</span>2.6.33; ὑ. οἶνος [[stored in a cellar]], Gal.19.95. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὑπόγειον]] or <b class="b3">-γαιον, τό,</b> [[an underground chamber]], Plu.2.770e, <span class="bibl">Hdn.1.15.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Astron., [[under the earth]], <span class="bibl">Man.3.27</span>, <span class="title">Gp.</span>1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα <span class="title">Placit.</span>1.6.8: τὸ ὑ. [[the nadir]], <span class="bibl">Vett.Val.75.24</span>.—The form ὑπόγεως, ων, cited in <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>208</span> and Suid., occurs in codd. of <span class="bibl">Paus.2.2.1</span>, <span class="bibl">2.36.7</span>; cf. [[ὑπογάιδιον]].</span>
|Definition=also ὑπόγαιος, ον, (γῆ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[underground]], [[subterraneous]], οἴκημα ὑπόγαιον <span class="bibl">Hdt.2.100</span>,<span class="bibl">148</span> (vv.ll. <b class="b3">-γεον, -γεα</b>) ὀρύγματα ὑπόγαια [[mines]], <span class="bibl">Id.4.200</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-γεα]]) <b class="b3">; ὑπογαίου</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[-γείου]]) βροντῆς <span class="bibl">A. <span class="title">Fr.</span>57.10</span> (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ <span class="title">Gp.</span>2.6.33; ὑ. οἶνος [[stored in a cellar]], Gal.19.95. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὑπόγειον]] or <b class="b3">-γαιον, τό,</b> [[an underground chamber]], Plu.2.770e, <span class="bibl">Hdn.1.15.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Astron., [[under the earth]], <span class="bibl">Man.3.27</span>, <span class="title">Gp.</span>1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα <span class="title">Placit.</span>1.6.8: τὸ ὑ. [[the nadir]], <span class="bibl">Vett.Val.75.24</span>.—The form ὑπόγεως, ων, cited in <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>208</span> and Suid., occurs in codd. of <span class="bibl">Paus.2.2.1</span>, <span class="bibl">2.36.7</span>; cf. [[ὑπογάιδιον]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:05, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόγειος Medium diacritics: ὑπόγειος Low diacritics: υπόγειος Capitals: ΥΠΟΓΕΙΟΣ
Transliteration A: hypógeios Transliteration B: hypogeios Transliteration C: ypogeios Beta Code: u(po/geios

English (LSJ)

also ὑπόγαιος, ον, (γῆ) A underground, subterraneous, οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100,148 (vv.ll. -γεον, -γεα) ὀρύγματα ὑπόγαια mines, Id.4.200 (v.l. -γεα) ; ὑπογαίου (v.l. -γείου) βροντῆς A. Fr.57.10 (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33; ὑ. οἶνος stored in a cellar, Gal.19.95. II ὑπόγειον or -γαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6. III Astron., under the earth, Man.3.27, Gp.1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα Placit.1.6.8: τὸ ὑ. the nadir, Vett.Val.75.24.—The form ὑπόγεως, ων, cited in Hdn.Epim.208 and Suid., occurs in codd. of Paus.2.2.1, 2.36.7; cf. ὑπογάιδιον.

German (Pape)

[Seite 1212] unter der Erde, unterirdisch; Aesch. frg. 51, wie Strab. 10, 3, 16, wo Cramer ὑπογαίου schreibt; Plat. Ax. 371 a; Luc. u. a. Sp. S. ὑπόγαιος und ὑπόγεως.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόγειος: Ἰων. καὶ νεώτ. Ἀττ. ὑπόγαιος, ον, (γῆ) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, οἴκημα Ἡρόδ. 2. 100, 148· ὑπ. ὄρυγμα, μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 4. 200· ὑπ. βροντή Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. ΙΙ. ὑπόγειον ἢ -γαιον, τό, ὑπόγειος θάλαμος, Ἡρῳδιαν. 1. 15, Πλούτ. 2. 770E. - Ὁ τύπος, ὑπόγεως, ων, μνημονευόμενος ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 208, καὶ Σουΐδ., ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Παυσ. 2. 2, 1., 36. 7· καὶ ἀμφίβολ. τύπος ὑπογαίδιος παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπόγαιος ; τὸ ὑπόγειον PLUT chambre souterraine, hypogée.
Étymologie: ὑπό, γῆ.

Spanish

subterráneo

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπόγειος, -ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, -ων, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια της Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ.
δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπόγειο(ν)
τμήμα ή διαμέρισμα κατοικίας ή οίκημα του οποίου το δάπεδο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του γύρω εδάφους
νεοελλ.
φρ. α) «υπόγεια όργανα»
βοτ. τα όργανα τών φυτών που αναπτύσσονται μέσα στο έδαφος
β) «υπόγειοι καρποί»
βοτ. οι καρποί διαφόρων φυτών που σχηματίζονται μέσα στο χώμα, όπως λ.χ. της αραχίδας
γ) «υπόγεια βλάστηση»
βοτ. τρόπος βλάστησης τών σπερμάτων ορισμένων φυτικών ειδών, όπως είναι λ.χ. τα μπιζέλια ή τα κουκιά, κατά τον οποίο το υποκοτύλιο επιμηκύνεται ελάχιστα παραμένοντας κοντό και οι κοτυληδόνες παραμένουν μέσα στο σπέρμα ή δεν βγαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους·δ) «υπόγειο νερό»
γεωλ. νερό που απαντά κάτω από την επιφάνεια της Γης, όπου καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τους κενούς χώρους στα εδάφη ή τα γεωλογικά στρώματα, αλλ. υποεπιφανειακό νερό
ε) «υπόγεια καλώδια»
(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) καλώδια κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντέχουν στις συνθήκες ταφής και ακαμψίας μέσα στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. αυτός που κινείται ή βρίσκεται κάτω από τη Γη («ἄστρα τὴν ὑπόγειον φορὰν ἐνεχθέντα» — άστρα που κατά την περιφορά τους βρίσκονται κάτω από τη Γη, Πλακίδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναδίρ
3. φρ. α) «ὀρύγματα υπόγαια» — τα ορυχεία
β) «ὑπόγειος οἶνος» — κρασί από το κελάρι.
επίρρ...
υπογείως και υπόγεια Ν
1. κάτω από το έδαφος
2. μτφ. δόλια, κρυφά («δρα υπογείως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γειος / -γαιος (< γη βλ. λ.), πρβλ. μεσό-γειος].

Greek Monotonic

ὑπόγειος: Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γαιος, -ον (γῆ), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόγειος: атт. = ὑπόγαιος.

Middle Liddell

ὑπό-γειος, ιονιξ ανδ λατε αττιξ -γαιος, ον, [γῆ]
under the earth, subterraneous, Hdt., etc.