πλάτη: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλάτη''': Δωρ. [[πλάτα]], ἡ (πλᾰτὺς) [[πλατεῖα]] ἢ εὐρεῖα [[ἐπιφάνεια]]: 1) τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λατ. palmula remi, καὶ [[καθόλου]] [[κώπη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 695, Σοφ. Αἴ. 359, καὶ | |lstext='''πλάτη''': Δωρ. [[πλάτα]], ἡ (πλᾰτὺς) [[πλατεῖα]] ἢ εὐρεῖα [[ἐπιφάνεια]]: 1) τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λατ. palmula remi, καὶ [[καθόλου]] [[κώπη]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 695, Σοφ. Αἴ. 359, καὶ συχν. παρ᾿ Εὐρ.· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ ποιηταῖς, ναυτίλῳ πλάτῃ, διὰ πλοίου, διὰ θαλάσσης, Σοφ. Φιλ. 220· οὐρίῳ πλάτῃ, ἐν εὐπλοίᾳ, (μὲ [[οὔριον]] ἄνεμον), [[αὐτόθι]] 355· [[βάρβαρος]] πλ. Εὐρ. Ἑλ. 192· πλάτῃ φυγεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 242· ― ἐπὶ τῶν οὐρῶν μαλακοστράκων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 3· ἐπὶ τῶν ποδῶν ἄλλων τοιούτων, [[αὐτόθι]] 5· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ὑμένων τῶν συνημμένων εἰς τοὺς πόδας πτηνῶν τινων (κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ στεγανόποδα) [[οἷον]] τῆς φαλαρίδος κλ., [[αὐτόθι]] 4. 12, 24. 2) χερσαίας πλάτης, «πτύου ἢ τῆς καλαύροπος· ἡ δὲ καλαῦροψ [[ῥάβδος]] ἐστι ποιμενικὴ» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 96. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ ὠμοπλάται, Ἐρωτιαν. σ. 304, πρβλ. Ἱππ. 410, 31, Πολυδ. Β´, 133. Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:50, 31 January 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. πλάτα, ἡ, (πλατύς) A flat or broad object: 1 blade of an oar: and generally, oar, A.Ag.695 (lyr.), S.Aj.358(lyr.), E. Hec.39, al.; ναυτίλῳ π. by ship, by sea, S.Ph.220; οὐρίῳ π. with a fair voyage, ib.355; βάρβαρος π. E.Hel.192(lyr.); πλάτῃ φυγεῖν Id.IT242; οἷον πλάταις, of the tails of some crustacea, Arist.PA684a3; ὥσπερ πτερύγια ἢ πλάτας, of the feet of others, ib.13; of the membranes or lobes attached to the toes of certain birds, ib.694b5. 2 χερσαία π. winnowing fan, or (as others expl.) shepherd's crook, Lyc.96. 3 in plural, shoulder-blades, Hp.Loc.Hom.6, Poll.2.133, Hsch.: sg., SIG 1024.7 (Myconos, iii/ii B.C.). b broad ribs, Poll.2.181. 4 sheet of papyrus, AP13.21 (Theodorid.). II paling, POxy.707.32 (ii A.D.), 1674.10 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; ναυτίλος, Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία πλάτη, Lycophr. 96, der Hirtenstab.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτη: Δωρ. πλάτα, ἡ (πλᾰτὺς) πλατεῖα ἢ εὐρεῖα ἐπιφάνεια: 1) τὸ πλατὺ μέρος κώπης, Λατ. palmula remi, καὶ καθόλου κώπη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 695, Σοφ. Αἴ. 359, καὶ συχν. παρ᾿ Εὐρ.· ἐντεῦθεν παρὰ ποιηταῖς, ναυτίλῳ πλάτῃ, διὰ πλοίου, διὰ θαλάσσης, Σοφ. Φιλ. 220· οὐρίῳ πλάτῃ, ἐν εὐπλοίᾳ, (μὲ οὔριον ἄνεμον), αὐτόθι 355· βάρβαρος πλ. Εὐρ. Ἑλ. 192· πλάτῃ φυγεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 242· ― ἐπὶ τῶν οὐρῶν μαλακοστράκων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 3· ἐπὶ τῶν ποδῶν ἄλλων τοιούτων, αὐτόθι 5· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὑμένων τῶν συνημμένων εἰς τοὺς πόδας πτηνῶν τινων (κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ στεγανόποδα) οἷον τῆς φαλαρίδος κλ., αὐτόθι 4. 12, 24. 2) χερσαίας πλάτης, «πτύου ἢ τῆς καλαύροπος· ἡ δὲ καλαῦροψ ῥάβδος ἐστι ποιμενικὴ» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 96. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ ὠμοπλάται, Ἐρωτιαν. σ. 304, πρβλ. Ἱππ. 410, 31, Πολυδ. Β´, 133. Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
extrémité plate de la rame ; vaisseau.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, δωρ. τ. πλάτα Α
(στον εν. και στον πληθ.) η ωμοπλάτη
νεοελλ.
1. τα νώτα, η ράχη
2. η ωμοπλάτη τών ζώων, σπάλα («κοιτάζει [ή διαβάζει] την πλάτη» — προφητεύει το μέλλον εξετάζοντας τα σχήματα ή τις κηλίδες της ωμοπλάτης σφαγίου)
3. η πίσω επιφάνεια αντικειμένου («η πλάτη του καναπέ»)
4. η λεία, ομαλή υδάτινη επιφάνεια («ήλαψε στού ποταμού την πλάτη μια φωτιά», Ερωτόκρ.)
5. είδος υφάλου που καλύπτεται από γλοιώδη χλωρίδα
6. φρ. α) «κάνω πλάτες» — καλύπτω ή βοηθώ κάποιον προκειμένου να διαπράξει μια συνήθως κακή ή απαγορευμένη πράξη
β) «έχει γερές πλάτες» — έχει ισχυρούς προστάτες, ισχυρά μέσα
γ) «μού γύρισε τις πλάτες» — μού έστρεψε τα νώτα προσβλητικά, μέ περιφρόνησε
δ) «σήκωσε τις πλάτες» — λέγεται για να δηλώσει τη χαρακτηριστική κίνηση που κάνει κάποιος που προσποιείται τον ανήξερο
μσν.
φρ. «χερσαία πλάτη» — είδος καθαριστικού λικμού ή ποιμενική ράβδος
αρχ.
1. το πλατύ και επίπεδο μέρος ενός αντικειμένου και ιδίως η πλατιά και λεία επιφάνεια του κουπιού
2. συνεκδ. i) το κουπί
ii) το πλοίο
3. η ουρά ή και τα πόδια μερικών οστρακόδερμων
4. η μεμβράνη που συνδέει τα δάχτυλα τών ποδιών ορισμένων πτηνών
5. φύλλο παπύρου
6. φράκτης από πασσάλους
7. στον πληθ. αἱ πλάται
οι πλατιές πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. πλατύς και συνδέεται με αντίστοιχους τ. άλλων γλωσσών (πρβλ. ιρλ. leithe «ωμοπλάτη», αρχ. σλαβ. plešte «ώμος, ωμοπλάτη», χεττιτ. paltana «ωμοπλάτη»). Για το ζεύγος πλάτη: πλάτος, πρβλ. βλάβη: βλάβος.
Greek Monotonic
πλάτη: Δωρ. πλάτα, ἡ (πλᾰτύς), επίπεδη επιφάνεια·
1. πλατύ πτερύγιο κουπιού, κουπί, σε Τραγ.· ναυτίλῳ πλάτῃ, με πλοίο, μέσα από τη θάλασσα, σε Σοφ.· οὐρίῳπλάτῃ, με καλό ταξίδι, στον ίδ.
2. φύλλο χαρτιού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πλάτη: дор. πλάτᾱ (λᾰ) ἡ
1) досл. лопасть весла, перен. весло Aesch., Soph.: οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Soph. я счастливо приплыл; ναυτίλῳ πλάτῃ Soph., Eur. на корабле, по морю; πλάτῃ φυγεῖν Eur. бежать на корабле;
2) анат. пластинчатый орган (сплющенный хвост, плавник, ласт, перепонка и т. п.) Arst.;
3) писчая табличка, страница (αἱ Σιμωνίδα πλάται Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάτη -ης, ἡ, Dor. πλάτᾱ [πλατύς] brede blad van een roeiriem, roeiriem:; οὐρίῳ πλάτῃ met wind mee bij het roeien Soph. Ph. 355; uitbr. schip, vloot:. πλάτῃ φυγόντες per schip ontsnappend Eur. IT 242. schouderblad. Hp.
Middle Liddell
πλάτη, δοριξ πλάτα, ἡ, [πλᾰτύς]
a flat surface:
1. the blade of an oar, an oar, Trag.; ναυτίλῳ πλάτῃ by ship, by sea, Soph.; οὐρίῳ πλάτῃ with a fair voyage, Soph.
2. a sheet of paper, Anth.