destruir: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐξαϊστόω]], [[ἀθετέω]], [[ἀπαλοάω]], [[ἀναβοθρεύω]], [[ἐκριζόω]], [[ἀντανάητω]], [[ἑλκύω]], [[ἀποκρούω]], [[ἐκτραχηλιάζω]], [[διαπράσσω]], [[ἐξαλείφω]], [[ἐξαλαόω]], [[ἐκτυφλόω]], [[διασήπω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἐκθερίζω]], [[δηλέομαι]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀποποιέω]], [[διεργάζομαι]], [[διασκεδάζω]], [[διαρπάζω]], [[διαφθορέω]], [[διαπολλύω]], [[διακνημόομαι]], [[ἐκκνημόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποθεμελιόω]], [[διαρραίω]], [[ἀνταπόλλυμι]], [[διαλωβάομαι]], [[ἀπόλλω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[ἀποκατασπάω]], [[διόλλυμι]], [[ἐξαλαπάζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασκίδνημι]], [[ἀνοικίζω]], [[ἐκπετάννυμι]], [[δαπανάω]], [[ἀφανίζω]], [[ἀνταναιρέω]], [[ἀναστατόω]], [[αἴρω]], [[ἐναίρω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀποτυμπανίζω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἐκπορθέω]], [[ἀπογεννάω]], [[ἀπονεκρόω]], [[δαΐζω]], [[ἀνύω]], [[ἀμαθύνω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἀποτινάσσω]], [[ἐκπέρθω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀλαπάζω]] | |sltx=[[ἐξαϊστόω]], [[ἀθετέω]], [[ἀπαλοάω]], [[ἀναβοθρεύω]], [[ἐκριζόω]], [[ἀντανάητω]], [[ἑλκύω]], [[ἀποκρούω]], [[ἐκτραχηλιάζω]], [[διαπράσσω]], [[ἐξαλείφω]], [[ἐξαλαόω]], [[ἐκτυφλόω]], [[διασήπω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἐκθερίζω]], [[δηλέομαι]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀποποιέω]], [[διεργάζομαι]], [[διασκεδάζω]], [[διαρπάζω]], [[διαφθορέω]], [[διαπολλύω]], [[διακνημόομαι]], [[ἐκκνημόω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποθεμελιόω]], [[διαρραίω]], [[ἀνταπόλλυμι]], [[διαλωβάομαι]], [[ἀπόλλω]], [[διαμαθύνω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[ἀποκατασπάω]], [[διόλλυμι]], [[ἐξαλαπάζω]], [[διασκορπίζω]], [[διασκίδνημι]], [[ἀνοικίζω]], [[ἐκπετάννυμι]], [[δαπανάω]], [[ἀφανίζω]], [[ἀνταναιρέω]], [[ἀναστατόω]], [[αἴρω]], [[ἐναίρω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀποτυμπανίζω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἐκπορθέω]], [[ἀπογεννάω]], [[ἀπονεκρόω]], [[δαΐζω]], [[ἀνύω]], [[ἀμαθύνω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἀποτινάσσω]], [[ἐκπέρθω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀλαπάζω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:38, 14 May 2022
Spanish > Greek
ἐξαϊστόω, ἀθετέω, ἀπαλοάω, ἀναβοθρεύω, ἐκριζόω, ἀντανάητω, ἑλκύω, ἀποκρούω, ἐκτραχηλιάζω, διαπράσσω, ἐξαλείφω, ἐξαλαόω, ἐκτυφλόω, διασήπω, ἀποκείρω, ἀποθερίζω, ἐκθερίζω, δηλέομαι, ἀνατρέπω, ἀποποιέω, διεργάζομαι, διασκεδάζω, διαρπάζω, διαφθορέω, διαπολλύω, διακνημόομαι, ἐκκνημόω, ἀποφθείρω, ἀποθεμελιόω, διαρραίω, ἀνταπόλλυμι, διαλωβάομαι, ἀπόλλω, διαμαθύνω, διαφθείρω, διαπορθέω, ἀποκατασπάω, διόλλυμι, ἐξαλαπάζω, διασκορπίζω, διασκίδνημι, ἀνοικίζω, ἐκπετάννυμι, δαπανάω, ἀφανίζω, ἀνταναιρέω, ἀναστατόω, αἴρω, ἐναίρω, ἀναλίσκω, ἀπόλλυμι, δῃόω, ἀποτυμπανίζω, ἀμαυρόω, ἀποφθίνω, ἐκπορθέω, ἀπογεννάω, ἀπονεκρόω, δαΐζω, ἀνύω, ἀμαθύνω, ἐκκόπτω, ἀποτινάσσω, ἐκπέρθω, ἀναχράομαι, ἀπαναλίσκω, ἀλαπάζω