ἰσόρροπος: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isorropos | |Transliteration C=isorropos | ||
|Beta Code=i)so/rropos | |Beta Code=i)so/rropos | ||
|Definition=ον, (ῥοπή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in equipoise]], of the balance, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>109a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>270a</span> (Sup.), etc.; τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>346</span>; <b class="b3">ἰσορρόπου τοῦ πήχεως</b> (sc. <b class="b3">τοῦ ζυγοῦ</b>) γινομένου <span class="title">IG</span>22.1013.34. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[well-balanced]], [[well-matched]], <b class="b3">ἰ. αὐτὸς ἑαυτῷ</b> of a man [[with his legs of the same length]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>19</span>; of a nose, [[flattened]], [[but not awry]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>37</span>; of a bone, [[cylindrical]], ib. <span class="bibl">34</span>; <b class="b3">δέρμα ἰ</b>., opp. [[περιρρεπής]], ib.<span class="bibl">50</span>; <b class="b3">ἰ. ἀγών</b> [[evenly balanced]], <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span> 706</span>; μάχη <span class="bibl">Th.1.105</span>; δυνάμεις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>52e</span>; βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>733c</span>; τιμή <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1164b4</span>: c. dat., <b class="b3">τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰ. τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο</b> would become [[a match for]] their own, <span class="bibl">Hdt.5.91</span>; ἰ. Ῥωμαίοις <span class="bibl">Hdn.6.7.8</span>; ἰ. καταστῆναί τινι <span class="title">IPE</span>12.40.18(Olbia, ii A.D.); <b class="b3">ἰ. ὁ λόγος τῶν ἔργων</b> <b class="b2">in precise equipoise with . .</b>, <span class="bibl">Th.2.42</span>; ἰ. πρός τι <span class="bibl">Hdn.6.3.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[of equal weight]], χρυσίον <span class="title">Inscr.Délos</span>313a.45 (iii B.C., <b class="b3">-ορο</b>-). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -όπως, ἀφιέναι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>43</span>; πορεύεσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>247b</span>; ἀγωνίσασθαι <span class="bibl">D.C.41.61</span>: neut. pl. [[ἰσόρροπα]] as | |Definition=ον, (ῥοπή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in equipoise]], of the balance, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>109a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>270a</span> (Sup.), etc.; τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>346</span>; <b class="b3">ἰσορρόπου τοῦ πήχεως</b> (sc. <b class="b3">τοῦ ζυγοῦ</b>) γινομένου <span class="title">IG</span>22.1013.34. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[well-balanced]], [[well-matched]], <b class="b3">ἰ. αὐτὸς ἑαυτῷ</b> of a man [[with his legs of the same length]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>19</span>; of a nose, [[flattened]], [[but not awry]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Art.</span>37</span>; of a bone, [[cylindrical]], ib. <span class="bibl">34</span>; <b class="b3">δέρμα ἰ</b>., opp. [[περιρρεπής]], ib.<span class="bibl">50</span>; <b class="b3">ἰ. ἀγών</b> [[evenly balanced]], <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span> 706</span>; μάχη <span class="bibl">Th.1.105</span>; δυνάμεις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>52e</span>; βίος <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>733c</span>; τιμή <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1164b4</span>: c. dat., <b class="b3">τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰ. τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο</b> would become [[a match for]] their own, <span class="bibl">Hdt.5.91</span>; ἰ. Ῥωμαίοις <span class="bibl">Hdn.6.7.8</span>; ἰ. καταστῆναί τινι <span class="title">IPE</span>12.40.18(Olbia, ii A.D.); <b class="b3">ἰ. ὁ λόγος τῶν ἔργων</b> <b class="b2">in precise equipoise with . .</b>, <span class="bibl">Th.2.42</span>; ἰ. πρός τι <span class="bibl">Hdn.6.3.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[of equal weight]], χρυσίον <span class="title">Inscr.Délos</span>313a.45 (iii B.C., <b class="b3">-ορο</b>-). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -όπως, ἀφιέναι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>43</span>; πορεύεσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>247b</span>; ἀγωνίσασθαι <span class="bibl">D.C.41.61</span>: neut. pl. [[ἰσόρροπα]] as adverb, <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>47</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:25, 30 May 2022
English (LSJ)
ον, (ῥοπή) A in equipoise, of the balance, Pl.Phd.109a, Plt.270a (Sup.), etc.; τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers.346; ἰσορρόπου τοῦ πήχεως (sc. τοῦ ζυγοῦ) γινομένου IG22.1013.34. 2 generally, well-balanced, well-matched, ἰ. αὐτὸς ἑαυτῷ of a man with his legs of the same length, Hp.Fract.19; of a nose, flattened, but not awry, Id.Art.37; of a bone, cylindrical, ib. 34; δέρμα ἰ., opp. περιρρεπής, ib.50; ἰ. ἀγών evenly balanced, E.Supp. 706; μάχη Th.1.105; δυνάμεις Pl.Ti.52e; βίος Id.Lg.733c; τιμή Arist.EN1164b4: c. dat., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰ. τῷ ἑωυτῶν ἂν γίνοιτο would become a match for their own, Hdt.5.91; ἰ. Ῥωμαίοις Hdn.6.7.8; ἰ. καταστῆναί τινι IPE12.40.18(Olbia, ii A.D.); ἰ. ὁ λόγος τῶν ἔργων in precise equipoise with . ., Th.2.42; ἰ. πρός τι Hdn.6.3.2. 3 of equal weight, χρυσίον Inscr.Délos313a.45 (iii B.C., -ορο-). II Adv. -όπως, ἀφιέναι Hp.Art.43; πορεύεσθαι Pl.Phdr.247b; ἀγωνίσασθαι D.C.41.61: neut. pl. ἰσόρροπα as adverb, Tim.Pers.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόρροπος: -ον, (ῥοπὴ) ἐξ ἴσου ῥέπων πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, ἰσορροπῶν, ἐν ἰσορροπίᾳ εὑρισκόμενος, Πλάτ. Φαίδ. 109Α, Πολιτικ. 270Α, κτλ.· τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 346· ἱστάντες τὸν πῆχυν τοῦ ζυγοῦ ἱσ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. 2) καθόλου, ἐν ἰσορροπίᾳ εὑρισκόμενος, ἰσ. αὐτὸς ἑαυτῷ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος τὰ σκέλη τοῦ αὐτοῦ μήκους, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· ἐπὶ ῥινὸς πεπλατυσμένης ἢ πεπιεσμένης ἀλλ’ οὐχὶ στραβῆς, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 803· ἐπὶ ὀστοῦ, κυλινδρικός, αὐτόθι 800· δέρμα ἰσ., ἀντίθετον τῷ περιρρεπές, αὐτόθι 817· ἰσ. ἀγών, ἀναποφάσιστος, Εὐρ. Ἱκέτ. 706· μάχη Θουκ. 1. 105· δύναμις Πλάτ. Τίμ. 52Ε· βίος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 733C· τιμὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7· - μετὰ δοτ., τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἐὸν ἰσ. τῷ ἑωυτῶν, ὂν ἰσόπαλον πρὸς τὸ ἰδικόν των, Ἡρόδ. 5. 91· ἰσ. Ρωμαίοις Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἰσ. καταστῆναί τινι Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 18· ἰσόρ. ὁ λόγος τῶν ἔργων, ἐν ἀκριβεῖ ἰσορροπίᾳ πρὸς.., Θουκ. 2. 42· οὕτως, ἰσ. πρός τι Ἡρῳδιαν. 6. 3. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἰσορρόπως ἀφιέναι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· πορεύεσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἀγωνίζεσθαι Δίων Κ. 41. 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 propr. qui penche autant d’un côté que de l’autre, càd qui est en équilibre;
2 p. anal. égal en poids ; équivalent, égal : ἰσόρροπος μάχη THC combat indécis (où les chances se contrebalancent) ; avec le dat. : ἰσόρροπος τινι égal à qqn ; avec le gén. : ἰσόρροπος λόγος τῶν ἔργων THC langage d’accord avec les actes.
Étymologie: ἴσος, ῥέπω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόρροπος, -ον)
1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία
2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις»)
μσν.
1. ισάξιος
2. ισοδύναμος
3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς χώρους
αρχ.
1. (για οστό) κυλινδρικός
2. (για αγώνα ή μάχη) αμφίρροπος
3. (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο βάρος με κάποιον άλλο, ο ισοβαρής
4. ανάλογος («ἰσόρροπος... ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη», Θουκ.).
επίρρ...
ισορρόπως και ισόρροπα (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρροπος (< ροπή με διπλασιασμό του αρκτικού -ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ιθύροπος, ομοιόρροπος].
Greek Monotonic
ἰσόρροπος: -ον (ῥοπή), αυτός που βρίσκεται σε ισορροπία, ισοζυγία, λέγεται για τη ζυγαριά, σε Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για την τύχη, σε Αισχύλ.· επίσης, λέγεται για διαμάχη, σύγκρουση, σε Ευρ.· με δοτ., ισοδύναμος, ισόπαλος με..., σε Ηρόδ.· ομοίως, με γεν., ἰσόρροπος ὁ λόγος τῶν ἔργων, σε ακριβή ισορροπία προς..., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόρροπος:
1) находящийся в равновесии, устойчивый (πρᾶγμα τεθὲν ἐν μέσῳ Plat.; τὸ βάρος Arst.);
2) взаимно уравновешивающийся (δυνάμεις Plat.);
3) ведущийся с одинаковым для обеих сторон успехом, никому не дающий перевеса (ἀγών Aesch.; μάχη Thuc., Plut.);
4) колеблющийся в обе стороны, неустойчивый, шаткий (ἀμφιδέξιος καὶ ἰ., sc. ψυχή Plut.);
5) столь же сильный, равный (sc. τῷ Λακεδαιμονίων γένει Her.);
6) соответствующий (ἰ. λόγος τῶν ἔργων Thuc.): τιμὴ ἰ. οὐκ ἂν γένοιτο Arst. нет достойной цены (дружеской услуге).
Middle Liddell
ἰσόρ-ροπος, ον ῥοπή
equally balanced, in equipoise, of the balance, Plat.; metaph. of fortune, Aesch.; of a conflict, Eur.:—c. dat. equally matched with, Hdt.; so, c. gen., in equipoise with, Thuc.
English (Woodhouse)
close, equal, even, doubtful in result, equally balanced, equally matched, evenly balanced, evenly contested, of a battle, well matched