καταφερής: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataferis | |Transliteration C=kataferis | ||
|Beta Code=kataferh/s | |Beta Code=kataferh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[going down]], <b class="b3">εὖτ' ἂν κ. γίνηται ὁ</b> [[ἥλιος]] when the sun is [[near setting]], <span class="bibl">Hdt.2.63</span>; of [[ground]], [[sloping]], <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>10.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLille</span> 1v1</span> (iii B.C.); <b class="b3">καταφερὴς ἐπί τι</b> [[inclined]] towards... <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 57</span>; <b class="b3">πρός τι</b>, opp. [[εὐθεῖα]], ib.<span class="bibl">75</span>; <b class="b3">καταφερὴς φυγή</b> [[downhill]], <span class="bibl">Plb.2.68.7</span>; [[καταφερὴς κοιλία]], of [[diarrhoea]], Dieuch. ap. <span class="bibl">Orib.4.7.21</span>: metaph., [[headlong]], [[rapid]], [[ῥύσις]] τῆς λέξεως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>40</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[inclined]], [[prone]], esp. to [[sensual]] [[pleasure]]s, <b class="b3">εἰς λίθων βολάς</b> prob. in Phld.<span class="title">Ir.</span>p.31 W.; <b class="b3">πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>23</span>, <span class="bibl">Ath.13.589d</span>: abs., [[lecherous]], <span class="bibl">D.L.4.40</span>, <span class="bibl">Sor.1.38</span> (Comp.), Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[μύραινα]]: freq. written [[κατωφερής]] ([[quod vide|q.v.]]).</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[going down]], <b class="b3">εὖτ' ἂν κ. γίνηται ὁ</b> [[ἥλιος]] = [[when]] the [[sun]] is [[near]] [[setting]], <span class="bibl">Hdt.2.63</span>; of [[ground]], [[sloping]], <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>10.9</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLille</span> 1v1</span> (iii B.C.); <b class="b3">καταφερὴς ἐπί τι</b> [[inclined]] [[towards]]... <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 57</span>; <b class="b3">πρός τι</b>, opp. [[εὐθεῖα]], ib.<span class="bibl">75</span>; <b class="b3">καταφερὴς φυγή</b> [[downhill]], <span class="bibl">Plb.2.68.7</span>; [[καταφερὴς κοιλία]], of [[diarrhoea]], Dieuch. ap. <span class="bibl">Orib.4.7.21</span>: metaph., [[headlong]], [[rapid]], [[ῥύσις]] τῆς λέξεως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>40</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[inclined]], [[prone]], esp. to [[sensual]] [[pleasure]]s, <b class="b3">εἰς λίθων βολάς</b> prob. in Phld.<span class="title">Ir.</span>p.31 W.; <b class="b3">πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>23</span>, <span class="bibl">Ath.13.589d</span>: abs., [[lecherous]], <span class="bibl">D.L.4.40</span>, <span class="bibl">Sor.1.38</span> (Comp.), Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[μύραινα]]: freq. written [[κατωφερής]] ([[quod vide|q.v.]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:29, 9 August 2022
English (LSJ)
ές, A going down, εὖτ' ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος = when the sun is near setting, Hdt.2.63; of ground, sloping, X. Cyn.10.9, PLille 1v1 (iii B.C.); καταφερὴς ἐπί τι inclined towards... Hp.Art. 57; πρός τι, opp. εὐθεῖα, ib.75; καταφερὴς φυγή downhill, Plb.2.68.7; καταφερὴς κοιλία, of diarrhoea, Dieuch. ap. Orib.4.7.21: metaph., headlong, rapid, ῥύσις τῆς λέξεως D.H.Dem.40. II inclined, prone, esp. to sensual pleasures, εἰς λίθων βολάς prob. in Phld.Ir.p.31 W.; πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια, Plu.Alex.23, Ath.13.589d: abs., lecherous, D.L.4.40, Sor.1.38 (Comp.), Phot. s.v. μύραινα: freq. written κατωφερής (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
καταφερής: -ές, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος, ὅταν ἐγγίζῃ εἰς τὴν δύσιν, Ἡρόδ. 2. 63· ἐπὶ ἐδάφους, πρανής, κατωφερής, ἐπικλινής, «τὰ καταφερῆ, τὰ ἀποκλίματα τῶν ὀρῶν, ἡ κλιτὺς» Ἡσύχ., Λατ. declivis· χωρίον κ. Ξεν. Κυνηγ. 10. 9· κ. ἐπί τι, κεκλιμένος πρός τινα τόπον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823· πρός τι, ἀντίθ. τῷ εὐθεῖα, αὐτόθι 836· κ. φυγὴ καὶ κρημνώδης, πρὸς τὰ κάτω, «τὸν κατήφορον», Πολύβ. 2. 68, 7· κατάβασις κ. ὁ 3. 54, αὐτ. 5· κ. κοιλία, ἐπὶ διαρροίας, Ὀρειβ. σ. 43 Matth.· μεταφ., ὁρμητικός, κατὰ κεφαλῆς φερόμενος, ἐπιτρόχαλος καὶ κ. ἡ ῥύσις τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙ. κεκλιμένος, ἐπιρρεπής, ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπήν, ὡς τὸ Λατ. proclivis, pronus, ἰδίως πρὸς σαρκικὰς ἡδονάς, ἀπολαύσεις, πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἀθήν. 589D· εἰς ἀφρ-, Γεωπ. 12. 23, 3· ἀπόλ., ἀσελγής, λάγνος, φειλομειράκιός τε ἦν καὶ κ. Διογ. Λ. 4. 40· ἀκρατεῖς καὶ κ. Ἀθήν. 281F, πρβλ. κατάφορος κατωφερής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui va en pente, qui descend : ἥλιος HDT soleil sur son déclin;
2 fig. enclin à, porté à, avec πρός et l’acc..
Étymologie: καταφέρω.
Greek Monolingual
καταφερής, -ές (Α)
1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει
2. μτφ. ορμητικός
3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής
4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι
5. λάγνος, ασελγής
6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» — αυτός που κλίνει προς κάποιον τόπο
β) «καταφερὴς φυγή» — η φυγή προς τα κάτω, προς τον κατήφορο
γ) «καταφερὴς κοιλία» — η διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φερής (< φέρω), πρβλ. επιφερής, περιφερής].
Greek Monotonic
καταφερής: -ές (φέρομαι),
I. κατηφορικός, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος, όταν ο ήλιος κοντεύει στη δύση του, σε Ηρόδ.· λέγεται για το έδαφος, κλίνοντας κατωφερικά, Λατ. declivis, σε Ξεν.
II. με ροπή προς, Λατ. proclivis, pronus, πρὸς οἶνον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταφερής:
1) спускающийся вниз, наклонный, покатый (χωρίον Xen.);
2) направленный сверху вниз (φυγή Polyb.);
3) близящийся к закату, заходящий: εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος Her. когда солнце клонится к западу;
4) питающий склонность (к чему-л.), склонный (πρὸς οἶνον Plut.);
5) распутный, развратный (φιλομειράκιος καὶ κ. Diog. L.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφερής -ές [καταφέρω] ook κατωφερής, omlaaggaand, aflopend:; εὖτ ’ ἂν... γίγνηται καταφερὴς ὁ ἥλιος steeds wanneer de zon ondergaat Hdt. 2.63.1; met ἐπί of πρός + acc.:; καταφερής τι πέφυκεν ἐπὶ τοῦ πυγαίου τὸ ἔξω μέρος het (heupbeen) gaat op natuurlijke wijze over in de buitenkant van de bil Hp. Art. 57; overdr.: neigend tot:. πρὸς οἶνον verslaafd aan wijn Plut. Alex. 23.1.
Middle Liddell
κατα-φερής, ές [φέρομαι]
I. going down, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος when the sun is near setting, Hdt.; of ground, sloping downwards, Lat. declivis, Xen.
II. inclined, Lat. proclivis, pronus, πρὸς οἶνον Plut.