ὑδατώδης: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑδᾰτώδης:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> водянистый ([[ὑγρότης]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сырой]], [[влажный]] ([[ἄνεμος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> дождевой ([[νέφος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> растекающийся, тающий: [[κρύσταλλος]] οὐ [[βέβαιος]], ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял. | |elrutext='''ὑδᾰτώδης:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[водянистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сырой]], [[влажный]] ([[ἄνεμος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[дождевой]] ([[νέφος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> растекающийся, тающий: [[κρύσταλλος]] οὐ [[βέβαιος]], ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:57, 19 August 2022
English (LSJ)
ες, A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑ. Id.Mete.364b21; [νέφος] -έστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑ. κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr.HP4.10.3. II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5. 2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ὑδατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός
2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός
νεοελλ.
1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες
βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή του φύλλου τών φυτών, η οποία απορροφά νερό από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, φαινόμενο γνωστό ως σταγονόρροια
αρχ.
1. γεμάτος νερό («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ ὑγρά», Θεόφρ.)
2. ο υδρωπικός
3. αυτός που έχει το χρώμα του νερού
4. (για έδεσμα) άνοστος
5. φρ. «ὑδατώδης κρύσταλλος» — πάγος που λειώνει, πολύ γλιστερός (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydathode].
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτώδης: (ῠ)
1) водянистый (ὑγρότης Arst.);
2) сырой, влажный (ἄνεμος Arst.);
3) дождевой (νέφος Arst.);
4) растекающийся, тающий: κρύσταλλος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.