κήδω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, | |btext=<i>f.</i> κηδήσω, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσω]], <i>ao. inus., part. ao.2</i> κεκαδών, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> inquiéter, affliger ; <i>Pass.</i> κηδόμενος IL affligé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κήδομαι]] (<i>impf.</i> ἐκηδόμην, <i>f.2 épq.</i> [[κεκαδήσομαι]], <i>ao.</i> ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s'inquiéter de : τινος, de qqn <i>ou</i> de qch ; [[περί]] τινος, au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; κ. [[μή]] et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s'inquiéter pour que… ne ; <i>abs.</i> s'inquiéter, se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' R. Καδ, prendre soin de. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 07:45, 22 August 2022
English (LSJ)
Hom. (v. infr.), etc.: impf. A ἔκηδον Il.5.404, Ep. κήδεσκον Od.23.9: fut. κηδήσω Il.24.240:—Med. and Pass., pres. in Hom., etc.; Dor. imper. κάδευ Call. Lav.Pall.140: Ep. impf. κηδέσκετο Od.22.358: fut. κεκᾰδήσομαι Il. 8.353: aor. imper. κήδεσαι A.Th.139 (lyr.): pf. κέκηδα (in pres. sense) Tyrt.12.28. I Act., trouble, distress, c.acc.pers., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς Il.5.404; μῆλα δὲ κήδει (sc. χειμών) 17.550; ὅττι ἑ κήδοι Od.9.402; ὅτι μ' ἤλθετε κηδήσοντες Il.24.240; Λύγδαμιν οὐ γὰρ ἐμὴ τῆμος ἔκηδε κάσις Call.Aet.3.1.23:—Act. only in Ep. and Eleg. II Med. and Pass., to be concerned, care for…: c. gen., of persons or cities, κήδετο γὰρ Δαναῶν Il.1.56; τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν; 6.55; ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ' 8.353, cf. 11.665; ὅς τέ μευ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος Od.22.358, cf. Hdt.1.209, 9.45, S.Aj. 203 (anap.), Th.6.14, Pl.Chrm.173a, Ph.1.359, etc.; Ἄργεος Call. Lav.Pall.l.c.; καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων mourn for…, Epigr.Gr. 243.25 (Pergam.): c. gen.rei, τῶν ἀλφίτων Ar.Nu.106; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1320a6; τῶν ἔργων POxy.1682.13 (iv A.D.): followed by a Verb, κ. μὴ ἀπόλωνται Hdt.7.220; κ.ἵνα μὴ δύῃ Pl.Plt.273d; κ. φόβῳ τοῦ πνιγῆναι Aët.8.63: abs. in part. κηδόμενος, κηδόμενη, κηδόμενον, caring for a person, anxious, φιλέουσά τε κηδομένη τε Il.1.196; ἀνέρι κηδομένῳ distressed, 16.516; freq.in Hom. at end of verse, κηδόμενός περ, κηδομένη περ, Il.7.110, 1.586; εὐνοῶν τε καὶ κ. Ar.Nu.1410; Dor. καδόμενος Pi.O.6.47. b bury, c.gen., Ael.Fr.106. 2 Inscrr., take charge of, τοῦ μνημείου τούτου ἡ γερουσία κ. SIG1244 (Cos, ii/iii A.D.), cf. 1228 (Ephesus, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1430] besorgt machen, betrüben; κῆδε δὲ θυμόν Il. 5, 40, öfter; übh. Schaden zufügen, verletzen, kränken, καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κέ με κήδῃ 9, 611; ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς 5, 604; χειμὼν μῆλα κήδει 17, 550; vgl. 24, 542 Od. 9, 402. 23, 9; Hes. O. 362. Dazu fut. κηδήσοντες, Il. 24, 240, Schol. πενθήσοντες. Die alten Gramm. haben auch das fut. κηδέσω gebildet, um κηδεμών, κηδεστής abzuleiten. – Pass. κηδόμενος, betrübt, Il. 1, 586. – Med. κήδομαι, sich bekümmern, Sorge tragen für Einen, sich seiner annehmen, τινός, κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο Il. 1, 56; Δαναῶν οὐ κήδεται οὐδ' ἐλεαίρει 11, 663; εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7, 204; κηδέσκετο Od. 22, 358; καδόμενοι Pind. Ol. 6, 47; absol., Aesch. πόλιν φύλαξαι κήδεσαί τ' ἐναργῶς Spt. 126; εἴπερ τι τοῦ σαυτοῦ βίου κήδει Soph. O. R. 1061; Ai. 202; auch κεἴ τινος κήδει πέρι, Phil. 617; εὐνοῶν καὶ κηδόμενος vrbdt Ar. Nub. 1410; in Prosa, ἐμεῦ θεοὶ κήδονται Her. 1, 209; τῆς Ἑλλάδος 9, 45; auch μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος, 7, 220; Thuc. 6, 76; Xen. Hell. 6, 4, 5 Cyr. 5, 5, 34; εἴ τίς γε αὑτοῦ καὶ σμικρὸν κήδεται Plat. Charm. 173 a; κηδόμενος ἵνα μὴ δύῃ Polit. 273 d; neben φροντίζειν, Rep. I, 344 e; Ggstz ὀλιγωρεῖν, Isocr. – Dieselbe Bdtg hat κεκαδήσομαι, Il. 8, 352 οὐκέτι νῶϊ ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθα; vgl. noch χάζομαι wegen κεκαδήσω u. κέκαδον. – Das perf. κέκηδα = κήδομαι, Tyrt. 3, 28. – Ael. bei Suid. auch = bestatten.
Greek (Liddell-Scott)
κήδω: Ἰλ.· παρατ. ἕκηδον Ἰλ., Ἰων. κήδεσκον Ὀδ. Ψ. 9: μέλλ. κηδήσω Ἰλ. Ψ. 240 (πρβλ. ἀκηδέω, ἀποκηδέω). ― Μέσ. καὶ Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ὁμ., Ἡροδ., Ἀττ., Ἐπικ. παρατ. κηδέσκετο Ὀδ. Χ. 358: μέλλ. κεκαδήσομαι (ἀλλὰ περὶ τῶν κεκαδήσω, κέκαδον, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι) Ὅμ.· προστ. ἀορ. κήδεσαι Αἰσχύλ. Θήβ. 139 (πρβλ. ἀκηδέω): πρκμ. κέκηδα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Τυρταῖ. 8. 28. (Ἐκ √ΚΑΔ· πρβλ. κεκαδήσομαι, κῆδος· Σανσκρ. khâd (mordere).) Ι. ἐνεργῶ, ταράττω, ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, θλίβω, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐξωτερικῶν ἀνησυχιῶν καὶ στενοχωριῶν, μετ’ αἰτ. προσ., ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεοὺς Ἰλ. Ε. 404· μῆλα δὲ κήδει (δηλ. χειμὼν) Ρ. 550· ὅττι ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402· ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες Ἰλ. Ω. 240· ― τὸ ἐνεργ. μόνον παρ’ Ἐπικ. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ἐνδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, θλίβομαι περὶ αὐτῶν, μετὰ γεν. προσ., κήδετο γὰρ Δαναῶν Ἰλ. Α. 56· τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν; Ζ. 55· ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ’ Θ. 353, πρβλ. Λ. 665, κτλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 1. 209., 9. 45, καὶ Ἀττ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 136, Σοφ. Αἴ. 203, Θουκ. 6. 14, Πλάτ., κτλ.· καὶ γαμέτου κήδεο καὶ τεκέων, θρήνει περί..., Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 25· ― μετὰ γεν. πράγματος, τῶν ἀλφίτων Ἀριστοφ. Νεφ. 107· ― ἑπομένου ῥήματ., κ. μὴ ἀπόλωνται Ἡρόδ. 7. 220· κ. ἵνα μὴ δύῃ Πλάτ. Πολιτικ. 273D· ― ἀπολ. κατὰ μετοχ., κηδόμενος, η, ον, φροντίζων, μεριμνῶν περί τινος, ἀνήσυχος, περίφροντις, φιλέουσά τε κηδομένη τε Ἰλ. Α. 196· ἀνέρι κηδομένῳ Π. 516 συχνάκις παρ’ Ὁμ. ἐν τέλει στίχου, κηδόμενός περ, κηδομένη περ· οὕτως, εὐνοῶν τε καὶ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1410· Δωρ. καδόμενος Πινδ. Ο. 6. 79. 2) ἐν Ἐπιγρ., φροντίζω περί τινος, προνοῶ, τοῦ μνημείου τούτου ἡ γερουσία κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2523, πρβλ. 3028-9, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
f. κηδήσω, f.2 épq. κεκαδήσω, ao. inus., part. ao.2 κεκαδών, pf. inus.
1 inquiéter, affliger ; Pass. κηδόμενος IL affligé;
2 p. ext. léser, blesser, endommager : τινα, qqn ; θεοὺς τόξοισι IL blesser les dieux de ses flèches ; τινα θυμοῦ καὶ ψυχῆς IL enlever à qqn le souffle et la vie;
Moy. κήδομαι (impf. ἐκηδόμην, f.2 épq. κεκαδήσομαι, ao. ἐκηδεσάμην) prendre soin de, s'inquiéter de : τινος, de qqn ou de qch ; περί τινος, au sujet de qqn ou de qch ; κ. μή et le sbj. HDT veiller à ce que… ne, s'inquiéter pour que… ne ; abs. s'inquiéter, se préoccuper.
Étymologie: R. Καδ, prendre soin de.
English (Autenrieth)
ipf. iter. κήδεσκον, fut. part. κηδήσοντες, mid. ipf. iter. κηδέσκετο, fut. κεκαδησόμεθα: trouble, distress, Il. 5.404, Il. 21.369, Il. 24.240,, Od. 9.402; pass. and mid., be concerned, care for, τινός, Il. 7.204, Α 1, Od. 14.146.
Greek Monolingual
(ΑΜ κήδω)
μέσ. κήδομαι
ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ.
β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ.
γ. «ἔγωγέ σ', εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ.)
αρχ.
1. ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ κάποιον (ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι», Ομ. Ιλ.)
2. φροντίζω για την ταφή κάποιου, ενταφιάζω
3. (η μτχ. του μέσ-ενεστ. ως επίθ.) κηδόμενος, -η, -ον
αυτός που έχει πολλές φροντίδες, περίφροντις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κήδος].
Greek Monotonic
κήδω: παρατ. ἔκηδον, Ιων. κήδεσκον· μέλ. κηδήσω (από έναν τύπο κηδέω) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. κηδέσκετο· μέλ. κεκᾰδήσομαι (αντί κεκαδήσω, κέκαδον, βλ. χάζω Β)· προστ. αορ. αʹ κήδεσαι, παρακ. κέκηδα (με ενεστ. σημασία)·
I. Ενεργ., ενεργώ, ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ, θλίβω, σε Όμηρ.
II. Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., τῶν ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. κηδόμενος, -η, -ον, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, ανήσυχος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κήδω: (fut. κηδήσω, эп. fut. 2 κεκᾰδήσω, эп. impf. iter. κήδεσκον, part. aor. 2 κεκᾰδών; эп. fut. med. 2 κεκαδήσομαι)
1) беспокоить, удручать, тревожить (τινά Hom.); med.-pass. беспокоиться, волноваться, скорбеть: ἄμφω φιλέουσά τε χηδομένη τε Hom. обоих любя и (за обоих) волнуясь; κήδετο Δαναῶν Hom. (Гера) скорбела за данайцев;
2) быть озабоченным, заботиться (συναπάσης τῆς Ἓλλάδος Her.; med.: τῆς πόλεως Thuc. и τῆς πολιτείας Arst.; τοῦ ἀνθρωπίνου γένους Plut.): εὐνοῶν τε καὶ κηδόμενος Arph. доброжелательный и заботливый;
3) разить, поражать (τινὰ τόξοισι Hom.): τινὰ θυμοῦ καὶ ψυχῆς κ. Hom. поражать кого-л. насмерть.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήδω, Dor. ptc. praes. med. καδόμενος, ep. imperf. 3 plur. κήδεσκον, med. 3 sing. κηδέσκετο; fut. med. 1 plur. κεκαδησόμεθα act., met acc., alleen ep. en eleg. verdriet doen, kwellen:. ὅς τόξοισιν ἔκηδε θεούς die met zijn pijl en boog de goden last bezorgde Il. 5.404. med. en pass. bezorgd zijn, bedroefd zijn, met gen.:; κήδετο γὰρ Δαναῶν zij was namelijk bezorgd om de Grieken Il. 1.56; met μὴ of ἵνα μή:; μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος bezorgd dat zij zouden omkomen Hdt. 7.220.1; κηδόμενος ἵνα μὴ... δύῃ bezorgd dat het zinkt Plat. Pl. 273d; zorgen voor, met gen.. οἱ κηδόμενοι τῆς πολιτείας degenen die zich bekommeren om de staatsvorm Aristot. Pol. 1320a6.
Middle Liddell
κεκαδήσομαι from κήδω, for κεκαδήσω, κέκαδον, v. χάζω II]
I. Act. to trouble, distress, vex, Hom.
II. Mid. and Pass. to be troubled or distressed for others, c. gen. pers., Il., etc.: also c. gen. rei, τῶν ἀλφίτων Ar.:—absol. in part. κηδόμενος, η, ον, caring for a person, anxious, Il.