βλαβερός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vlaveros | |Transliteration C=vlaveros | ||
|Beta Code=blabero/s | |Beta Code=blabero/s | ||
|Definition=ά, όν, | |Definition=ά, όν, [[harmful]], β. τὸ θύρηφιν <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>365</span> (= <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>36</span>); opp. [[συμφέρον]], <span class="bibl">Democr.237</span>; opp. [[ὠφέλιμος]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.14</span>; β. καὶ ζημιῶδες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>417d</span>. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>243c</span>; opp. [[ὠφελίμως]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Chrm.</span>164c</span>, cf. Plu.2.599b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, harmful, β. τὸ θύρηφιν Hes.Op.365 (= h.Merc.36); opp. συμφέρον, Democr.237; opp. ὠφέλιμος, X.Cyr.8.8.14; β. καὶ ζημιῶδες Pl.Cra.417d. Adv. -ρῶς Id.Phdr.243c; opp. ὠφελίμως, Id.Chrm.164c, cf. Plu.2.599b.
German (Pape)
[Seite 446] schädlich, verderblich, Hes. O. 365; τινί, oft bei Plat. u. Folgdn; πρὸς οὐσίαν Phaedr. 241 c. Ggstz ὠφέλιμος Men. 88 c; συμφέρον Arist. rhet. 1, 3. – Adv. βλαβερῶς.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾰβερός: -ά, -όν, ἐπιβλαβής, ἐπιζήμιος, βλαπτικός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 36, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 14, Πλάτ. κ. ἂλλ. ― Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Ε΄, 135.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
nuisible, funeste.
Étymologie: βλάπτω.
Ant. ὠφέλιμος.
Spanish (DGE)
(βλᾰβερός) -ά, -όν
I 1expuesto a sufrir daño, vulnerable βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.Op.365, h.Merc.36.
2 pernicioso, dañino, perjudicial def. como τὸ βλάπτον τὸν ῥοῦν εἶναι Pl.Cra.417d, τοῦτό φασιν βλαβερὸν εἶναι (una maniobra táctica), Aen.Tact.22.13, de las cosas que son contra la naturaleza, Chrysipp.Stoic.3.35, cf. Epicur.Sent.Vat.[6]21, βλαβερωτάτην πεποιημένος ἀπόφασιν Plb.4.31.7, ἄνευ δὲ τούτου (φρονήσεως) δύσχρηστα καὶ ἄκαρπα καὶ βλαβερά Plu.2.99f, de las diferencias que hay en la cualidad, Plot.6.1.12, οὐ πάντως ἡ φυγὴ βλαβερόν D.Chr.13.8, cf. 10.17, 34.22, ἡ ἀκρότης οὐδαμῶς βλαβερά Aristid.Quint.85.25, cf. Gal.5.774, Plot.4.4.32, Vett.Val.73.29
•subst. τὸ βλαβερόν daño, perjuicio op. τὸ συμφέρον Democr.B 237, op. ὠφέλιμον X.Cyr.8.8.14, μεγάλων βλαβερῶν ἐπιγεγενημένων en el funcionamiento de una máquina PTeb.725.5 (II a.C.), τῆς ἔχθρας τὸ βλαβερώτατον ὠφελιμώτατον ἂν γενέσθαι τοῖς προσέχουσιν Plu.2.87b
•añadiendo la noción de inmoralidad, unido a κακά y ἀνωφελέα y op. τἀγαθά Democr.B 175, βλαβερὸν ἀκρασία Septem 4.12, ὁ ἀκρατὴς τοῖς μὲν ἄλλοις β., ἑαυτῷ δ' ὠφέλιμος X.Mem.1.5.3, ἐμπίπτουσιν εἰς ... ἐπιθυμίας ... βλαβεράς 1Ep.Ti.6.9
•en sent. fís. nocivo, perjudicial para la salud τὰ δὲ κατὰ κοιλίην πολλοῖσι πολλὰ καὶ βλαβερὰ συνέβαινε Hp.Epid.3.8, frec. c. dat. ἐπιθυμία ... βλαβερὰ μὲν σώματι, βλαβερὰ δὲ ψυχῇ ref. la gula, Pl.R.559b, τὸ ἴσην ἔχειν τοὺς ἀνίσους τροφὴν ἢ ἐσθῆτα βλαβερὸν τοῖς σώμασιν Arist.Pol.1287a15, ὄμφαξ ὀδοῦσι βλαβερόν LXX Pr.10.26, σιτίον Plu.2.94d, κένωσις Gal.17(2).15.
II adv. -ῶς de forma perjudicial gener. ἔχουσι ... φθονερῶς τε καὶ β. Pl.Phdr.243c, πολλοὶ καὶ προσδιαλέγονται τοῖς ἐπταικόσιν, ἀλλ' ἀχρήστως, μᾶλλον δὲ β. Plu.2.599b, τοῖς χρήμασι χρῆσθαι ... μὴ β. D.Chr.13.16
•en sent. fís. ὠφελίμως πράξας ἢ β. ὁ ἰατρός Pl.Chrm.164b, συμπίπτει γὰρ ὑπ' αὐτῆς (κενώσεως) τὸ σῶμα β. Gal.17(2).16.
English (Abbott-Smith)
βλαβερός, -ά, -όν (< βλάπτω), [in LXX: Pr 10:26*;]
hurtful: I Ti 6:9.†
English (Strong)
from βλάπτω; injurious: hurtful.
English (Thayer)
βλαβερα, βλαβερόν (βλάπτω), hurtful, injurious (Xenophon, mem. 1,5, 3opposed to ὠφέλιμος): ἐπιθυμίαι βλαβεραι, cf. ἡδοναι βλαβερός Xenophon, mem. 1,3, 11. (Often in Greek writings from Homer (i. e. h. Merc. 36 (taken from Hesiod, Works, 365)) down; once in the Sept., Proverbs 10:26.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βλαβερός, -ά, -όν)
όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος
νεοελλ.
1. επικίνδυνος
2. πληγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός < φόβος κ.ά.)].
Greek Monotonic
βλᾰβερός: -ά, -όν (βλάπτω), επιζήμιος, επιβλαβής, βλαπτικός, σε Ησίοδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βλᾰβερός: вредный, пагубный, губительный (HH, Hes., Xen.: τινι Plat., Arst. и πρός τι Plat.).
Middle Liddell
[From βλάβη βλάπτω
hurtful, noxious, disadvantageous, Hes., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλαβερός -ά -όν βλάβη schadelijk, nadelig.
Chinese
原文音譯:blaberÒj 不拉卑羅士
詞類次數:形容(1)
原文字根:傷害
字義溯源:有害的,損害的,傷害的;源自(βλάπτω)*=傷害)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 有害的(1) 提前6:9