ἀθυροστομία: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "Greek: φλυαρία, πολυλογία; " to "Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, [[ἀκριτο...) |
m (Text replacement - "Spanish: locuacidad, garrulidad" to "Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: бъбривост; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: [[Geschwätzigkeit]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]; Irish: foclaíocht; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[verborrea]], [[logorrea]] | |trtx=Bulgarian: бъбривост; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: [[Geschwätzigkeit]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]; Irish: foclaíocht; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:06, 26 September 2022
English (LSJ)
ἡ, = ἀθυρογλωττία (impudent loquaciousness), Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage sans retenue.
Étymologie: ἀθυρόστομος.
Spanish (DGE)
(ἀθῠροστομία) -ας, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀθυροστομίη AP 5.56 (Diosc.), 252 (Paul.Sil.)
locuacidad desenfrenada, garrulería Plu.2.11c, AP ll.cc., Cyr.Al.Luc.1.363.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠροστομία: ἡ (чрезмерная) болтливость Plut., Anth.
Greek Monotonic
ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, Ἀνθ. ΙΙ. σ. 252.
Middle Liddell
[from ἀθυρόστομος = ἀθυρογλωττία, Anth.]
Translations
Bulgarian: бъбривост; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: Geschwätzigkeit; Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Greek: φλυαρία, πολυλογία; Irish: foclaíocht; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea