λίβανος: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ὁ, der Weihrauchbaum, Her. 4, 75; Theophr.; Diosc.; u. der Weihrauch selbst, = [[λιβανωτός]], Συρίας δ' ὡς λιβάνου [[καπνός]], Eur. Bacch. 144; Anaxandr. bei Ath. IV, 131 d; χὠ μελίπνους [[λίβανος]] Philp. 10 (VI, 231) u. öfter; D. Per. 938; von Phryn. 187 in dieser Bdtg für dichterisch erkl.; doch brauchen es auch spätere Prosaiker, wie D. Sic. 3, 42. – Zuweilen auch fem., wie in der angeführten Stelle des Eur.; Nic. Ther. 107; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Ath. XIII, 574 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ὁ, der Weihrauchbaum, Her. 4, 75; Theophr.; Diosc.; u. der Weihrauch selbst, = [[λιβανωτός]], Συρίας δ' ὡς λιβάνου [[καπνός]], Eur. Bacch. 144; Anaxandr. bei Ath. IV, 131 d; χὠ μελίπνους [[λίβανος]] Philp. 10 (VI, 231) u. öfter; D. Per. 938; von Phryn. 187 in dieser Bdtg für dichterisch erkl.; doch brauchen es auch spätere Prosaiker, wie D. Sic. 3, 42. – Zuweilen auch fem., wie in der angeführten Stelle des Eur.; Nic. Ther. 107; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Ath. XIII, 574 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> arbre à encens;<br /><b>2</b> encens, résine odorante.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit. certain.<br /><i><b>Par.</b></i> [[στύραξ]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίβᾰνος''': [ῐ], ὁ, (ἴδε κατωτ.), τὸ [[δένδρον]] τοῦ θυμιάματος, τὸ παράγον δηλ. τὸν λιβανωτόν, Ἡρόδ. 4. 75, Σοφ. Ἀποσπ. 906, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, κτλ.· [[ἱερόδακρυς]] λ. Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1 (ἴδε ἐν λ. [[κασία]]). ΙΙ. = [[λιβανωτός]], καθ’ ἣν ἔννοιαν [[εἶναι]] θηλ., Πινδ. Ἀποσπ. 87. 2, Εὐρ. Βάκχ. 144, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37, Ἀνθ. Π. 9. 231, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 187. (Ἴδε ἐν λέξ. [[κιννάμωμον]]). | |lstext='''λίβᾰνος''': [ῐ], ὁ, (ἴδε κατωτ.), τὸ [[δένδρον]] τοῦ θυμιάματος, τὸ παράγον δηλ. τὸν λιβανωτόν, Ἡρόδ. 4. 75, Σοφ. Ἀποσπ. 906, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, κτλ.· [[ἱερόδακρυς]] λ. Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1 (ἴδε ἐν λ. [[κασία]]). ΙΙ. = [[λιβανωτός]], καθ’ ἣν ἔννοιαν [[εἶναι]] θηλ., Πινδ. Ἀποσπ. 87. 2, Εὐρ. Βάκχ. 144, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37, Ἀνθ. Π. 9. 231, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 187. (Ἴδε ἐν λέξ. [[κιννάμωμον]]). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, A frankincense tree, Boswellia carterii, Hdt.4.75, Thphr.HP9.4.2, Dsc.1.68, etc.; ἱερόδακρυς λ. Melanipp.1.5. II = λιβανωτός, frankincense, in which sense it is fem. in Pi.Fr.122.3, E.Ba.144 (lyr.); but masc. in PCair.Zen.69.13 (iii B.C.), AP6.231 (Phil.), 9.93 (Antip. Thess.), Edict.Diocl. (Ἀθηνᾶ 18.6, Tegea); indeterminate in Sapph.Supp.20c.2, S.Fr.1064, Anaxandr.41.37, SIG 247ii 19 (Delph., iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, der Weihrauchbaum, Her. 4, 75; Theophr.; Diosc.; u. der Weihrauch selbst, = λιβανωτός, Συρίας δ' ὡς λιβάνου καπνός, Eur. Bacch. 144; Anaxandr. bei Ath. IV, 131 d; χὠ μελίπνους λίβανος Philp. 10 (VI, 231) u. öfter; D. Per. 938; von Phryn. 187 in dieser Bdtg für dichterisch erkl.; doch brauchen es auch spätere Prosaiker, wie D. Sic. 3, 42. – Zuweilen auch fem., wie in der angeführten Stelle des Eur.; Nic. Ther. 107; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Ath. XIII, 574 a.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 arbre à encens;
2 encens, résine odorante.
Étymologie: DELG emprunt sémit. certain.
Par. στύραξ².
Greek (Liddell-Scott)
λίβᾰνος: [ῐ], ὁ, (ἴδε κατωτ.), τὸ δένδρον τοῦ θυμιάματος, τὸ παράγον δηλ. τὸν λιβανωτόν, Ἡρόδ. 4. 75, Σοφ. Ἀποσπ. 906, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, κτλ.· ἱερόδακρυς λ. Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1 (ἴδε ἐν λ. κασία). ΙΙ. = λιβανωτός, καθ’ ἣν ἔννοιαν εἶναι θηλ., Πινδ. Ἀποσπ. 87. 2, Εὐρ. Βάκχ. 144, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37, Ἀνθ. Π. 9. 231, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 187. (Ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον).
English (Slater)
λῐβᾰνος (ἡ) frankincense-tree. νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ (λιβάνων σκιαρᾶν <?> coni. Snell: λιβάνῳ σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνῳ σκιαρὸν unus cod. Plutarchi, Bergk) Θρ. 7. 4.
Spanish
English (Strong)
of foreign origin (לְבוֹנָה); the incense-tree, i.e. (by implication) incense itself: frankincense.
English (Thayer)
λιβάνου, ὁ (more rarely ἡ (cf. Lob., as below));
1. the frankincense-tree (Pindar, Herodotus, Sophocles, Euripides, Theophrastus, others).
2. frankincense (Hebrew לְבֹנָה; Sophocles, Theophrastus, others). Cf. Lob. ad Phryn., p. 187; (Vanicek, Fremdwörter, under the word. On frankincense see especially Birdwood in the Bible Educator, i., 328ff, 374ff.)
Greek Monolingual
ο (AM λίβανος)
το δένδρο βοσβελλία, από το οποίο παράγεται το λιβάνι («φλοιὸς λιβάνου», Διοσκ.)
μσν.-αρχ.
(ως αρσ. και ως θηλ.) ο λιβανωτός, το λιβάνι («ῥεῑ δὲ γάλακτι πέδον, ῥεῑ δ' οἴνῳ, ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι, Συρίας δ' ὣς λιβάνου καπνός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σημιτ. δάνειο. Ο εβρ. τ. labona ή labōna ανάγεται σε ρίζα lbn «είναι άσπρος», λόγω του λευκού χρώματος αυτής της ρητίνης. Το φοινικ. lbnt δείχνει πως το ελλ. λιβανωτός δεν είναι απλώς παράγωγο του λίβανος, αλλά έχει φοινικ. προέλευση. Παραμένει, εξάλλου, αμφίβολο αν η ονομ. του όρους Λίβανος έχει επηρεάσει τον φωνηεντισμό της ελλ. λ.
ΠΑΡ. λιβανάς λιβανίζω, λιβανωτός
αρχ.
λιβανίδιον, λιβάνινος, Λιβανίτις, λιβανούμαι, λιβανώδης
μσν.- νεοελλ.
λιβάνι
νεοελλ.
λιβανιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λιβανοθήκη, λιβανοπώλης, λιβανοφόρος
αρχ.
λιβανοειδής, λιβανοκαΐα, λιβανομάννα, λιβανόχρους
μσν.- νεοελλ.
λιβανομάντης
νεοελλ.
λιβανομαντεία. (Β' συνθετικό) αρχ. ευλίβανος, στεφαλίβανος, χαλκολίβανος, χαμαιλίβανος].
Greek Monotonic
λίβᾰνος: [ῐ], ὁ,
I. δέντρο του θυμιάματος, που παράγει δηλ. τον λιβανωτόν, σε Ηρόδ., κ.λπ.
II. = λιβανωτός, με αυτή τη σημασία είναι θηλ., σε Ευρ., κ.λπ. (ξένη λέξη).
Russian (Dvoretsky)
λίβᾰνος:
I (ῐ) ὁ ладанное дерево Her., Arst.
II ἡ, реже ὁ ладан (ароматическая смола ладанного дерева) Eur., Diod., NT, Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. m.
Meaning: frankincense (Sapph., Pi., E.), frankincense-tree (Hdt., Melanipp., Thphr.); λιβανωτός m. (f.) id. (Sapph., IA.).
Compounds: Some compp., e.g. λιβανοφόρος (Herakleid. Com.), λιβανωτο-φόρος (Hdt.) .
Derivatives: 1. From λίβανος: dimin. λιβανίδιον (Men.); adj. λιβαν-ώδης like f. (Philostr.), -ινος with the colour of f., made of f. (pap., Gloss.); λιβανᾶς m. trade of f. (pap.), λιβανῖτις f. surn. of Aphrodite (Luc.; as she was revered with f., Schrader-Nehring Reallex. 2, 641r); verbs λιβανόομαι be mixed with f. (LXX), λιβανίζω smell like f. (Dsc., Gal.). - 2. From λιβανωτός: λιβανωτίς f. rosemary, Rosmarinus (Thphr., Nic., Dsc.; after the smell, Strömberg Pflanzennamen 62), also censer (Delos, hell.) like λιβανωτίδιον (Delos IIa) and λιβανωτρίς (Anatolia, empire; after names of utensils in -τρίς, Chantraine Form. 340 f.), λιβαν-ωτικός consisting of f. (hell. inscr. a. pap.), -ώτινος prepared with f. (medic.); λιβανωτίζω incense, smell like f. (Str., Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Semitic LW [loanword]; cf. Hebr. lebōnā f., and Phoenic. lebōnat etc. id. (from lāban be white, prob. after the white colour of the sap of the f.). Pehaps the mountainname Λίβανος ( = Lebānōn) influenced the Greek vocalisation. The meaning f.tree is secondary against f.. - Details in Lewy Fremdw. 44f. and Schrader-Nehring l.c. E. Masson, Emprunts sémit. 53.
Middle Liddell
λῐ́βᾰνος, ὁ,
I. the frankincense-tree, producing λιβανωτός, Hdt., etc.
II. = λιβανωτός, in which sense it is fem., Eur., etc. [A foreign word.]
Frisk Etymology German
λίβανος: {líbanos}
Grammar: f. m.
Meaning: Weihrauch (Sapph., Pi., E. u.), Weihrauchbaum (Hdt., Melanipp., Thphr. usw.);
Composita: Einige Kompp., z.B. λιβανοφόρος (Herakleid. Kom. u. a.), λιβανωτοφόρος (Hdt. u. a.) Weihrauch tragend.
Derivative: λιβανωτός m. (f.) Weihrauch (Sapph., ion. att.). — Ableitungen. 1. Von λίβανος: Demin. λιβανίδιον (Men.); Adj. λιβανώδης weihrauchähnlich (Philostr.), -ινος ‘weihrauchfarben, aus W. gemacht’ (Pap., Gloss.); λιβανᾶς m. Weihrauchhändler (Pap.), λιβανῖτις f. Bein. der Aphrodite (Luk.; weil sie mit Weihrauch verehrt wurde, Schrader-Nehring Reallex. 2, 641r); Verba λιβανόομαι ‘mit W. gemischt werden’ (LXX), λιβανίζω ‘wie W. riechen’ (Dsk., Gal.). — 2. Von λιβανωτός: λιβανωτίς f. Rosmarinus (Thphr., Nik., Dsk. usw.; nach dem Geruch, Strömberg Pflanzennamen 62), auch Räucherfaß (Delos, hell.) wie λιβανωτίδιον (Delos IIa) und λιβανωτρίς (Kleinasien, Kaiserzeit; nach den Gerätenamen auf -τρίς, Chantraine Form. 340 f.), λιβανωτικός ‘aus W. bestehend' (hell. Inschr. u. Pap.), -ώτινος ‘mit W. bereitet’ (Mediz.); λιβανωτίζω ‘räuchern, wie W. riechen’ (Str., Dsk.).
Etymology: Semitisches LW; vgl. einerseits hebr. lebōnā Weihrauch, anderseits phönik. lebōnat usw. ib. (von lāban weiß sein, wohl nach der weißen Farbe des Saftes des Weihrauchbaumes). Vielleicht hat der Gebirgsname Λίβανος ( = Lebānōn) auf die griechische Vokalisation eingewirkt. Die Bed. Weihrauchbaum ist gegenüber Weihrauch sekundär. — Einzelheiten m. Lit. bei Lewy Fremdw. 44f. und Schrader-Nehring a.a.O.
Page 2,120
Chinese
原文音譯:l⋯banoj 利巴挪士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:白的 相當於: (לְבֹונָה / לְבֹנָה)
字義溯源:香樹脂,乳香;源自希伯來文(לְבֹונָה / לְבֹנָה)=乳香);而 (לְבֹונָה / לְבֹנָה)出自(לָבָן)=白色), (לָבָן)又出自(לָבַן)=使變白色)
出現次數:總共(2);太(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 乳香(2) 太2:11; 啓18:13