κοπάζω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]]. | |btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοπάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ [[ἄνεμος]] Her., NT);<br /><b class="num">2)</b> [[опускаться]], [[убывать]], [[падать]] ([[ὅταν]] ἡ [[λίμνη]] ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''κοπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αποδυναμώνομαι, [[εξασθενώ]], εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, [[κοπάζω]], [[καταλαγιάζω]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. | |lsmtext='''κοπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αποδυναμώνομαι, [[εξασθενώ]], εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, [[κοπάζω]], [[καταλαγιάζω]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:45, 2 October 2022
English (LSJ)
aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf. κεκόπακα Hsch.:—grow weary, τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; especially of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr.935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2; of heat, Longus 1.8.
German (Pape)
[Seite 1482] müde werden u. dah. nachlassen, sich legen; ἄνεμος ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, fallen, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N. T.
French (Bailly abrégé)
être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.
Étymologie: κόπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.
Russian (Dvoretsky)
κοπάζω:
1) досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ ἄνεμος Her., NT);
2) опускаться, убывать, падать (ὅταν ἡ λίμνη ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).
English (Strong)
from κόπος; to tire, i.e. (figuratively) to relax: cease.
English (Thayer)
1st aorist ἐκόπασα; (κόπος); properly, to grow weary or tired; hence to cease from violence, cease raging: ὁ ἄνεμος (Herodotus 7,191), Philo, somn. 2:35).)
Greek Monolingual
(ΑM κοπάζω) κόπος
καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῦ πολέμου», ΠΔ
ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ
στ. «κοπάσαντος τοῦ καύματος», Λογγ.).
Greek Monotonic
κοπάζω: μέλ. -άσω, αποδυναμώνομαι, εξασθενώ, εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, κοπάζω, καταλαγιάζω, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
κοπάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, ἀποκάμνω· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, καταπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ ἄνεμος) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· οὕτως ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ θυμός του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).
Middle Liddell
κοπάζω, fut. -άσω
to grow weary: of the wind, to abate, Hdt., NTest.
Chinese
原文音譯:kop£zw 可爬索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打擊 相當於: (חָדַל)
字義溯源:困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自(κόπος)=勞累);而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。參讀 (ἀναλύω) (ἀναπαύω)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編:
1) 住了(1) 可6:51;
2) 就止住(1) 可4:39;
3) 就住了(1) 太14:32