περικάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περικάμπτω
|Medium diacritics=περικάμπτω
|Low diacritics=περικάμπτω
|Capitals=ΠΕΡΙΚΑΜΠΤΩ
|Transliteration A=perikámptō
|Transliteration B=perikamptō
|Transliteration C=perikampto
|Beta Code=perika/mptw
|Definition=[[bend round]], Hp. ''Art.'' 18; π. τὸν [[τοῖχον]] [[make a return in]] the wall, IG2². 1668.24; π. τὴν [[χεῖρα]] τοῖς [[βλεφάροις]] Ps.-Luc. ''Philopatr.'' 19.<br><b class="num"></b>''intr.'', [[turn round]] a corner or bend, Pl. ''Euthd.'' 291b; c. acc. loci, π. ὁ ἦχος τοὺς ὄζους Arist. ''Aud.'' 802a35; π. τὸν [[Ἄθω]] Ael. ''VH'' 1.15; abs., [[bend]] or [[sweep round]], ἐπὶ τοὺς [[λιμένας]] App. ''Pun.'' 95.<br><b class="num"></b>[[go round so as to shun]] or [[escape from]], τὴν τῶν [[κυάμων]] [[χώραν]] Hermipp. Hist. 23; [[ὁμιλίας]], prob. for [[παρέκαμπτε]] in DS. 5.59; τὴν [[πόλιν]] Plu. 2.246b; [[κακοπαθίαν]] [[οὐδεμίαν]] IG 12(5).129.23 (Paros); [[διήγησιν]] Apollon.Cit. 1; [[ὀσμάς]] Archig. ap. Gal. 12.790, cf. PMed. in ''Arch.Pap.'' 4.270 (iii AD); [[φιλίας]] Porph. ''VP'' 59.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0578.png Seite 578]] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες [[πάλιν]], zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0578.png Seite 578]] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες [[πάλιν]], zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περικάμπτω''': [[κάμπτω]] [[πέριξ]], ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἐλαύνω]] ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) [[περιέρχομαι]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire tourner (des chevaux, un navire, <i>etc.</i>) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d'une ville.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κάμπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-κάμπτω met acc. ombuigen, verbuigen. intrans. een bocht maken.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire tourner (des chevaux, un navire, <i>etc.</i>) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κάμπτω]].
|elrutext='''περικάμπτω:''' [[сгибать вокруг]] (τοὺς ὄζους Arst.): π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. согнуть руку над веками, т. е. приставить к глазам согнутую ладонь; π. πόλιν Plut. обходить город; περικάμψαντες [[πάλιν]] Plat. обернувшись назад.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 13: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] [[ολόγυρα]], [[παίρνω]] [[στροφή]], [[οδηγώ]] [[ολόγυρα]] (ενν. [[ἅρμα]] ή <i>ἵππους</i>), σε Πλάτ.
|lsmtext='''περικάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] [[ολόγυρα]], [[παίρνω]] [[στροφή]], [[οδηγώ]] [[ολόγυρα]] (ενν. [[ἅρμα]] ή <i>ἵππους</i>), σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''περικάμπτω''': [[κάμπτω]] [[πέριξ]], ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἐλαύνω]] ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) [[περιέρχομαι]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[bend]] [[round]]: to [[drive]] [[round]] (sub. [[ἅρμα]] or ἵππουσ), Plat.
}}
}}

Latest revision as of 21:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάμπτω Medium diacritics: περικάμπτω Low diacritics: περικάμπτω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: perikámptō Transliteration B: perikamptō Transliteration C: perikampto Beta Code: perika/mptw

English (LSJ)

bend round, Hp. Art. 18; π. τὸν τοῖχον make a return in the wall, IG2². 1668.24; π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Ps.-Luc. Philopatr. 19.
intr., turn round a corner or bend, Pl. Euthd. 291b; c. acc. loci, π. ὁ ἦχος τοὺς ὄζους Arist. Aud. 802a35; π. τὸν Ἄθω Ael. VH 1.15; abs., bend or sweep round, ἐπὶ τοὺς λιμένας App. Pun. 95.
go round so as to shun or escape from, τὴν τῶν κυάμων χώραν Hermipp. Hist. 23; ὁμιλίας, prob. for παρέκαμπτε in DS. 5.59; τὴν πόλιν Plu. 2.246b; κακοπαθίαν οὐδεμίαν IG 12(5).129.23 (Paros); διήγησιν Apollon.Cit. 1; ὀσμάς Archig. ap. Gal. 12.790, cf. PMed. in Arch.Pap. 4.270 (iii AD); φιλίας Porph. VP 59.

German (Pape)

[Seite 578] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.

French (Bailly abrégé)

1 tr. courber autour : τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις LUC courber la main autour des paupières;
2 intr. faire tourner (des chevaux, un navire, etc.) autour ; tourner autour de : πόλιν PLUT faire le tour d'une ville.
Étymologie: περί, κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κάμπτω met acc. ombuigen, verbuigen. intrans. een bocht maken.

Russian (Dvoretsky)

περικάμπτω: сгибать вокруг (τοὺς ὄζους Arst.): π. τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις Luc. согнуть руку над веками, т. е. приставить к глазам согнутую ладонь; π. πόλιν Plut. обходить город; περικάμψαντες πάλιν Plat. обернувшись назад.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω
2. προσπερνώ, παρακάμπτω
αρχ.
1. διαγράφω πλήρη καμπή
2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο
3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου
4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι
5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα
6. παρέρχομαι, αποφεύγω.

Greek Monotonic

περικάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω ολόγυρα, παίρνω στροφή, οδηγώ ολόγυρα (ενν. ἅρμα ή ἵππους), σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικάμπτω: κάμπτω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐλαύνω ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) περιέρχομαι οὕτως ὥστε νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.

Middle Liddell

fut. ψω
to bend round: to drive round (sub. ἅρμα or ἵππουσ), Plat.