κτήσιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, <i>càd</i> d'une brebis;<br /><b>2</b> qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς [[κτήσιος]] ESCHL <i>ou simpl.</i> ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : [[κτήσιος]] [[βωμός]] ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, <i>càd</i> d'une brebis;<br /><b>2</b> qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς [[κτήσιος]] ESCHL <i>ou simpl.</i> ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : [[κτήσιος]] [[βωμός]] ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.<br />'''Étymologie:''' [[κτάομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κτήσιος -α -ον [κτῆσις] tot het eigen bezit behorend, eigen;. χρημάτων κτησίων van eigen bezittingen Aeschl. Ag. 1009; κτησίου βοτοῦ van ons eigen vee Soph. Tr. 690. die het familiebezit beschermt (vooral als [[epithet]] van Zeus, ook van Athene);. κτησίου βωμοῦ πέλας dichtbij het beschermende altaar (d.w.z. van Zeus Ktesios) Aeschl. Ag. 1038. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτήσιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[находящийся в личной собственности]], [[собственный]] (χρήματα Aesch.): χτησίου βοτοῦ [[λάχνη]] Soph. шерсть, (полученная от) собственного стада;<br /><b class="num">2)</b> [[стоящий на страже домашнего очага]] ([[Ζεύς]], [[βωμός]] Aesch.): [[Κύπρις]] κτησία ([[varia lectio|v.l.]] Κρησία) Anth. Киприда, покровительница гетер. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτήσιος:''' -α, -ον ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην [[ιδιοκτησία]], <i>χρήματα κτ</i>., [[περιουσία]], σε Αισχύλ.· κτ. [[βοτόν]], το [[πρόβατο]] από το [[κοπάδι]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ο [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ. [[βωμός]], ο [[βωμός]] του <i>Διὸς κτησίου</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''κτήσιος:''' -α, -ον ([[κτάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην [[ιδιοκτησία]], <i>χρήματα κτ</i>., [[περιουσία]], σε Αισχύλ.· κτ. [[βοτόν]], το [[πρόβατο]] από το [[κοπάδι]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει στο [[σπίτι]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κτήσιος]], ο [[προστάτης]] της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ. [[βωμός]], ο [[βωμός]] του <i>Διὸς κτησίου</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κτήσιος]], η, ον [[κτάομαι]]<br /><b class="num">I.</b> belonging to [[property]], χρήματα κτ. [[property]], Aesch.; κτ. [[βοτόν]] a [[sheep]] of one's own [[flock]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> belonging to one's [[house]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κτήσιος]] the [[protector]] of [[property]], Aesch.; κτ. [[βωμός]] the [[altar]] of [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κτήσιος]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[κτήσιος]], η, ον [[κτάομαι]]<br /><b class="num">I.</b> belonging to [[property]], χρήματα κτ. [[property]], Aesch.; κτ. [[βοτόν]] a [[sheep]] of one's own [[flock]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> belonging to one's [[house]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κτήσιος]] the [[protector]] of [[property]], Aesch.; κτ. [[βωμός]] the [[altar]] of [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[κτήσιος]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (κτῆσις) A belonging to property, χρήματα κ. property, A.Ag.1009 (lyr.); κ. βοτόν a sheep of one's own flock, S.Tr. 690. II domestic, Ζεὺς κ. the protector of house and property, A. Supp.445, Hp.Insomn.89, Orac. ap. D.21.53, Antipho 1.16: pl., τοὺς κ. Δίας Anticl.13; also Ἀθηνᾶ κ. Hp.l.c.; ὁ θεὸς ὁ κ. Plu.2.828a; κ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, A.Ag.1038; θεοὶ κ., = Lat. Penates, D.H. 8.41.
German (Pape)
[Seite 1519] zum Eigenthum, Vermögen gehörig; χρήματα Aesch. Ag. 981; κτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. Tr. 687. – Auch Ζεύς, Aesch. Suppl. 440, der das Eigenthum schützt, = ἑρκεῖος, Ath. XI, 473 b; s. noch Antiph. 1, 16 u. bes. Is. 8, 16, wo zu ihm gefleht wird ὑγίειαν διδόναι καὶ κτῆσιν ἀγαθήν, u. Harpocr.; u. so βωμός κτ. Aesch. Ag. 1008. – Θεοὶ κτήσιοι, die Hausgötter, deren Bilder auf dem Heerde standen, die Penaten, D. Hal. 8, 41, nach 1, 67 die Röm. penates. – Ἑρμῆς κτήσιος, der Eigenthum, Vermögen verleihende, so erklärt man θεὸς κτ. Plut. de vit. aer. al. 2, wie auch Ζεὺς κτήσιος. – Auch Κύπρις κτησία, als Beschützerinn der Hetären, Leon. Tar. 5 (VI, 211).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qu’on possède, acquis, possédé ; domestique : κτησίου βοτοῦ λάχνην SOPH toison d'un animal domestique, càd d'une brebis;
2 qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς κτήσιος ESCHL ou simpl. ὁ Κτήσιος PLUT Zeus protecteur du foyer domestique ; qui concerne les dieux protecteurs du foyer : κτήσιος βωμός ESCHL autel de Zeus Κτήσιος.
Étymologie: κτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτήσιος -α -ον [κτῆσις] tot het eigen bezit behorend, eigen;. χρημάτων κτησίων van eigen bezittingen Aeschl. Ag. 1009; κτησίου βοτοῦ van ons eigen vee Soph. Tr. 690. die het familiebezit beschermt (vooral als epithet van Zeus, ook van Athene);. κτησίου βωμοῦ πέλας dichtbij het beschermende altaar (d.w.z. van Zeus Ktesios) Aeschl. Ag. 1038.
Russian (Dvoretsky)
κτήσιος:
1) находящийся в личной собственности, собственный (χρήματα Aesch.): χτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. шерсть, (полученная от) собственного стада;
2) стоящий на страже домашнего очага (Ζεύς, βωμός Aesch.): Κύπρις κτησία (v.l. Κρησία) Anth. Киприда, покровительница гетер.
Greek (Liddell-Scott)
κτήσιος: -α, -ον, (κτῆσις) ἀνήκων εἰς περιουσίαν, χρήματα κτ., περιουσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1009· κτήσιον βοτόν, πρόβατον τῆς ποίμνης τινός, Σοφ. Τρ. 690. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν τινός, οἰκεῖος, Λατ. penetralis, Ζεὺς κτήσιος, ὁ προστάτης τῆς οἰκίας καὶ τῆς περιουσίας, Ἱππ. 378. 29, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 445, πρβλ. Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28, Ἀντιφῶν 113. 12, Ἀθήν. 473Β· καλούμενος ἁπλῶς, ὁ Κτήσιος, Πλούτ. 2. 828Α· κτ. βωμός, ὁ βωμὸς τοῦ Διός, κτησίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1038· ― ἀλλά, Κύπρις κτησία, ὡς προστάτις τῶν πορνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 211 (κοινῶς γνησία)· θεοὶ κτήσιοι = οἱ παρὰ Λατίνοις Penates, Διον. Ἀλ. 8. 41.
Greek Monolingual
κτήσιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση ή στο κτήμα, στην περιουσία («χρημάτων κτησίων», Αισχύλ.)
2. (για τον Δία) προστάτης της ιδιοκτησίας («ἀγγεῖον δ' ἐστὶν ἐν ᾧ τοὺς κτησίους Δίας ἐγκαθιδρύουσιν», Αντικλ.)
3. (για την Αφροδίτη) η προστάτιδα τών εταιρών, τών πορνών
4. (ως προσωνυμία του Ερμή) ὁ Κτήσιος
αυτός που παρέχει, που χαρίζει περιουσία («τοὺς γὰρ ἀντὶ τοῦ πωλεῖν τιθέντας ἐνέχυρα τὰ αὑτῶν οὐδ' ἂν ὁ θεὸς σώσειεν ὁ Κτήσιος», Πλούτ.)
5. φρ. α) «θεοὶ κτήσιοι» — οι εφέστιοι θεοί τών Ρωμαίων
β) «κτήσιος βωμός» — ο βωμός του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτήτ-ιος, με συριστικοποίηση, < κτητός (πρβλ. δημόσιος), με πιθανή επίδραση του κτῆσις.
Greek Monotonic
κτήσιος: -α, -ον (κτάομαι),
I. αυτός που ανήκει στην ιδιοκτησία, χρήματα κτ., περιουσία, σε Αισχύλ.· κτ. βοτόν, το πρόβατο από το κοπάδι κάποιου, σε Σοφ.
II. αυτός που ανήκει στο σπίτι, Ζεὺς κτήσιος, ο προστάτης της ιδιοκτησίας, σε Αισχύλ.· κτ. βωμός, ο βωμός του Διὸς κτησίου, στον ίδ.
Middle Liddell
κτήσιος, η, ον κτάομαι
I. belonging to property, χρήματα κτ. property, Aesch.; κτ. βοτόν a sheep of one's own flock, Soph.
II. belonging to one's house, Ζεὺς κτήσιος the protector of property, Aesch.; κτ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, Aesch.