προσγράφω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> inscrire en outre : τινα [[τῇ]] βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;<br /><b>2</b> inscrire au compte de : [[τῇ]] τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;<br /><b>3</b> τὸ προσγεγραμμένον l'iota souscrit.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γράφω]].
|btext=<b>1</b> inscrire en outre : τινα [[τῇ]] βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;<br /><b>2</b> inscrire au compte de : [[τῇ]] τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;<br /><b>3</b> τὸ προσγεγραμμένον l'iota souscrit.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γράφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-γράφω bij... schrijven, toevoegen (aan); abs..; ἐξήνεγκε προσγεγραμμένα hij rapporteerde toegevoegde voorwaarden Xen. Hell. 7.1.37; met acc. en dat..; αὐτὸν δὲ τῇ βουλῇ προσέγραψεν hij schreef hem bij op de lijst van senatoren Plut. Publ. 21.10; toeschrijven (aan), met acc. en dat.:; ταῖς δὲ Μακεδονικαῖς πράξεσι... δημοτικωτάτην προσγράφουσι χάριν aan zijn successen in Macedonië schrijft men zijn grote populariteit bij het volk toe Plut. Aem. 38.1; erbij schilderen. Luc. 50.17.
}}
{{elru
|elrutext='''προσγράφω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[приписывать]], [[письменно добавлять]] (τινί τι Dem.): τὰ προσγεγραμμένα Xen. письменное приложение (к договору);<br /><b class="num">2)</b> [[приписывать]], [[вносить в список]]: π. τινὰ τῇ πολιτείᾳ Plut. вносить кого-л. в число граждан; προσγραφῆναι εἰς τὴν στήλην Lys. быть включенным в список на (почетной) колонне;<br /><b class="num">3)</b> [[приписывать]], [[вменять]] (τῇ τύχῃ τι Plut.): π. ἑαυτῷ τὸ φιλοσοφίας [[ὄνομα]] Plut. объявлять себя философом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[επιπλέον]], προσθέτω στο [[γράψιμο]], σε Δημ. — Παθ., <i>τὰ προσγεγραμμένα</i>, όροι που προστίθενται σε μια [[συνθήκη]], σε Ξεν. — Μέσ., [[ενεργώ]] ώστε να εγγραφεί [[κάποιος]] [[παραπάνω]], σε Δημ.
|lsmtext='''προσγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[γράφω]] [[επιπλέον]], προσθέτω στο [[γράψιμο]], σε Δημ. — Παθ., <i>τὰ προσγεγραμμένα</i>, όροι που προστίθενται σε μια [[συνθήκη]], σε Ξεν. — Μέσ., [[ενεργώ]] ώστε να εγγραφεί [[κάποιος]] [[παραπάνω]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-γράφω bij... schrijven, toevoegen (aan); abs..; ἐξήνεγκε προσγεγραμμένα hij rapporteerde toegevoegde voorwaarden Xen. Hell. 7.1.37; met acc. en dat..; αὐτὸν δὲ τῇ βουλῇ προσέγραψεν hij schreef hem bij op de lijst van senatoren Plut. Publ. 21.10; toeschrijven (aan), met acc. en dat.:; ταῖς δὲ Μακεδονικαῖς πράξεσι... δημοτικωτάτην προσγράφουσι χάριν aan zijn successen in Macedonië schrijft men zijn grote populariteit bij het volk toe Plut. Aem. 38.1; erbij schilderen. Luc. 50.17.
}}
{{elru
|elrutext='''προσγράφω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[приписывать]], [[письменно добавлять]] (τινί τι Dem.): τὰ προσγεγραμμένα Xen. письменное приложение (к договору);<br /><b class="num">2)</b> [[приписывать]], [[вносить в список]]: π. τινὰ τῇ πολιτείᾳ Plut. вносить кого-л. в число граждан; προσγραφῆναι εἰς τὴν στήλην Lys. быть включенным в список на (почетной) колонне;<br /><b class="num">3)</b> [[приписывать]], [[вменять]] (τῇ τύχῃ τι Plut.): π. ἑαυτῷ τὸ φιλοσοφίας [[ὄνομα]] Plut. объявлять себя философом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[write]] [[besides]], add in [[writing]], Dem.:—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a [[treaty]], Xen.:—Mid. to [[cause]] to be registered [[besides]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[write]] [[besides]], add in [[writing]], Dem.:—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a [[treaty]], Xen.:—Mid. to [[cause]] to be registered [[besides]], Dem.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγρᾰφω Medium diacritics: προσγράφω Low diacritics: προσγράφω Capitals: ΠΡΟΣΓΡΑΦΩ
Transliteration A: prosgráphō Transliteration B: prosgraphō Transliteration C: prosgrafo Beta Code: prosgra/fw

English (LSJ)

Dor. ποτι- Berl.Sitzb.1927.8 (Locris, v B.C.), ποι- SIG56.46 (Argos, v B.C.):—A write besides, add in writing, And.3.40, IG12(2).645.50 (Nesus), PCair.Zen.696.9 (iii B.C.), SIG723.20 (Rhodes, ii/i B.C., ποτι-), al.; εἴ τι προσγράψαι ἢ ἀπαλεῖψαι ἐβουλήθη D.46.11; π. τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν Id.23.26; προσγράψαι πρὸς τὸν ὅρκον τὸν τῆς βουλῆς Supp.Epigr.3.713.11 (Lex Attica, v B.C.):—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a treaty, X.HG7.1.37; προσγραφῆναι εἰς στήλην Lys.13.72: Gramm., to be added in writing (instead of being omitted), τὸ ῑ (sc. in νῶι) προσγεγράψεται A.D.Pron.87.10, cf. D.T.639.14. 2 add to a list of persons, enrol, register, π. τινὰ τῇ βουλῇ, τῇ πολιτείᾳ, Plu.Publ.21, Num.8; π. τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ τῶν σωφρονούντων ἤθη Philostr.VA1.33:—Med., cause to be registered besides, Is.10.2, D.22.71; register, enrol oneself, πρὸς φυλὴν προσγράψασθαι ὁποίαν ἂν βούλωνται IG12(5).821.11 (Tenos), cf. 825.26 (ibid.), SIG645.60 (Byzantium, ii B.C., ποτι-):—Pass., ποτιγραφῆμεν ποθ' ἅν κα θέλῃ τᾶν ἑκατοστύων IPE12.79.29 (Olbia, i A.D.); οἱ προσγεγραμμένοι LXX Da.3.3: but, of property, to be marked for confiscation, εἰ προσγραφήσεται τὰ ἐμά Astramps. Orac. 82p.6H. (leg. προγρ-). 3 ascribe, attribute, τὰ ἴδια τοῦ ἀσωμάτου τοῖς σώμασι Porph.Sent.33. 4 prescribe, σκορπιοπλήκτοις προσγέγραπται Philum.Ven.14.8. II paint together with or beside, τοὺς ποταμίους τῶν ἵππων τῷ Νείλῳ Philostr.Im.1.5, cf. Palaeph.45:—Pass., Philostr.Im. 1.16.

German (Pape)

[Seite 754] hinzu-, dabeischreiben; Plat. Ep. III, 316 a; τῷ τῆς αἰτίας ὀνόματι τιμωρίαν, Dem. 23, 26, u. öfter; Ggstz von ἀπαλείφω, 46, 11; auch im med., μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακήν, 22, 71; Folgde; auch zuschreiben, zueignen, Sp.

French (Bailly abrégé)

1 inscrire en outre : τινα τῇ βουλῇ PLUT ajouter qqn à la liste du sénat;
2 inscrire au compte de : τῇ τύχῃ PLUT imputer qch à la fortune;
3 τὸ προσγεγραμμένον l'iota souscrit.
Étymologie: πρός, γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-γράφω bij... schrijven, toevoegen (aan); abs..; ἐξήνεγκε προσγεγραμμένα hij rapporteerde toegevoegde voorwaarden Xen. Hell. 7.1.37; met acc. en dat..; αὐτὸν δὲ τῇ βουλῇ προσέγραψεν hij schreef hem bij op de lijst van senatoren Plut. Publ. 21.10; toeschrijven (aan), met acc. en dat.:; ταῖς δὲ Μακεδονικαῖς πράξεσι... δημοτικωτάτην προσγράφουσι χάριν aan zijn successen in Macedonië schrijft men zijn grote populariteit bij het volk toe Plut. Aem. 38.1; erbij schilderen. Luc. 50.17.

Russian (Dvoretsky)

προσγράφω: (ᾰ)
1) приписывать, письменно добавлять (τινί τι Dem.): τὰ προσγεγραμμένα Xen. письменное приложение (к договору);
2) приписывать, вносить в список: π. τινὰ τῇ πολιτείᾳ Plut. вносить кого-л. в число граждан; προσγραφῆναι εἰς τὴν στήλην Lys. быть включенным в список на (почетной) колонне;
3) приписывать, вменять (τῇ τύχῃ τι Plut.): π. ἑαυτῷ τὸ φιλοσοφίας ὄνομα Plut. объявлять себя философом.

Greek (Liddell-Scott)

προσγράφω: [ᾰ], μέλλ. -ψω, γράφω προσέτι, προσθέτω διὰ γραφῆς, Ἀνδοκ. 28. 32· ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλείψαι Δημ. 1132. 14· πρ. τιμωρίαν ὀνόματι τῆς αἰτίας ὁ αὐτ. 629. 1· πρ. τινὰ τῇ βουλῇ τῇ πολιτείᾳ Πλουτ. Ποπλικ. 21, κτλ.· ― τὰ προσγεγραμμένα, ὅροι προστιθέμενοι εἰς συνθήκην τινά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 37· προσγραφῆναι εἰς στήλην Λυσί. 136. 31· πρὸς φυλὴν προσγαφῆναι ὁποίαν ἂν βούλωνται Συλλ. Ἐπιγρ. 2330. 11., 2333, πρβλ. 2060. 29· ― Μεσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐγγραφῇ τις προσέτι, Ἰσαῖ. 79. 11, Δημ. 615. 24.

Spanish

escribir además

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης
2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη
το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης
αρχ.
1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι βουληθῇ ἢ ἀπαλεῑψαι», Δημοσθ.)
2. προσθέτω κάτι ή κάποιον σε κατάλογο, καταγράφω («προσέγραψε τοὺς εὐνούχους εἰς τὰ. τῶν σωφρονούντων ἤθη», Φιλόστρ.)
3. αποδίδω, απονέμω
4. ορίζω
5. ζωγραφίζω με κάποιον ή κοντά σε κάτι
6. μέσ. προσγράφομαι
α) ενεργώ ώστε να εγγραφεί σε κατάλογο κάποιος ή κάτι επί πλέον («μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακὴν ἥν περ περὶ τῶν εἰσφορῶν φαίνει», Δημοσθ.)
β) αναγράφω τον εαυτό μου
7. παθ. (για κτήμα) σημειώνομαι για δήμευση
8. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προσγεγραμμένα
οι όροι που έχουν προστεθεί σε μία συνθήκη.

Greek Monotonic

προσγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, γράφω επιπλέον, προσθέτω στο γράψιμο, σε Δημ. — Παθ., τὰ προσγεγραμμένα, όροι που προστίθενται σε μια συνθήκη, σε Ξεν. — Μέσ., ενεργώ ώστε να εγγραφεί κάποιος παραπάνω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ψω
to write besides, add in writing, Dem.:—Pass., τὰ προσγεγραμμένα conditions added to a treaty, Xen.:—Mid. to cause to be registered besides, Dem.