θανατηφόρος: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> donne la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte <i>ou</i> donne la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾰνᾰτηφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[таящий в себе смерть]], [[смертоносный]] (γένεθλα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[губительный]], [[смертный]] ([[αἶσα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[кровопролитный]] (μεταβολαὶ πολιτειῶν Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[причиняющий смерть]] (ὀδύναι Arst.; [[νόσημα]] Plut.; [[ἰός]] NT);<br /><b class="num">5)</b> [[смертный]], [[подверженный смерти]] ([[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[внушенный скорбью об умершем]], [[траурный]]: [[θανατηφόρον]] (sc. [[ᾆσμα]] или [[μέλος]]) [[ᾄδειν]] Anth. петь песнь об умершем. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θᾰνᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που επιφέρει θάνατο, [[θανάσιμος]], [[μοιραίος]], σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ. | |lsmtext='''θᾰνᾰτηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που επιφέρει θάνατο, [[θανάσιμος]], [[μοιραίος]], σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, death-bringing, αἶσα A.Ch.369 (lyr.); περίοδος θανατηφόρος: cycle of mortality, Pl.R.617d; of hurts or accidents, Hp.Art.48; of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.17.6; ῥίζα ἐν Αἰθιοπία, of arrow-poison, Acokanthera schimperi, Thphr.HP9.15.2; ὀδύναι Arist.PA672a36; νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως = unpitied, her children lie on the ground, causing death by contagion, with no one to mourn them, S.OT181 (lyr.); πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι = all sorts of changes in government are attended by loss of life X.HG2.3.32; ἁμαρτία LXXNu.18.22; θανατηφόροι δίκαι = capital trials, Not.Arch.4.19 (Cyrene, Aug.); ἐπιστολή Hdn.4.12.8; περιστάσεις Vett.Val.225.7. Adv. θανατηφόρως νοσεῖν = be sick unto death Phld.Rh.2.148S.: neut. sg. as adverb, ἐπλήγη οὐχὶ θανατηφόρον Aen.Tact.27.9; but θανατηφόρον ᾄδειν = to sing a death song, AP11.186 (Nicarch.).
English (Strong)
from (the feminine form of) θάνατος and φέρω; death-bearing, i.e. fatal: deadly.
German (Pape)
[Seite 1186] todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεθλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte ou donne la mort.
Étymologie: θάνατος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτηφόρος:
1) таящий в себе смерть, смертоносный (γένεθλα Soph.);
2) губительный, смертный (αἶσα Aesch.);
3) кровопролитный (μεταβολαὶ πολιτειῶν Xen.);
4) причиняющий смерть (ὀδύναι Arst.; νόσημα Plut.; ἰός NT);
5) смертный, подверженный смерти (γένος Plat.);
6) внушенный скорбью об умершем, траурный: θανατηφόρον (sc. ᾆσμα или μέλος) ᾄδειν Anth. петь песнь об умершем.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτηφόρος: -ον, φέρων θάνατον, θανάσιμος, αἶσα, Αἰσχύλ. Χο. 369· ἐπὶ κτυπημάτων ἢ δυστυχημάτων, Ἱππ. Ἄρθρ. 815· γένεθλα … θανατηφόρα κεῖται, προξενοῦντα θάνατον διὰ μιάσματος, Σοφ. Ο. Τ. 181 (λυρ.)· πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 32· θανατηφόρον ᾄδω, ψάλλω ᾆσμα θανάτου, νυκτικόραξ ᾄδει θανατηφόρον Ἀνθ. Π. 11. 186. Πρβλ. θανατοφόρος.
English (Thayer)
θανατηφόρον (θάνατος and φέρω), death-bringing, deadly: Aeschylus, Plato, Aristotle, Diodorus, Xenophon, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο και -ος, -ον (AM θανατηφόρος, -ον)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο ή αυτός που μπορεί να καταλήξει σε θάνατο (α. «θανατηφόρο χτύπημα» β. «περίοδος θανατηφόρος», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που επισύρει ως ποινή τον θάνατο
μσν.
αυτός που προέρχεται από ετοιμοθάνατο («στεναγμοί, βοαὶ θανατηφόροι», Σάθ.)
αρχ.
φρ. «θανατηφόρον ᾄδω» — ψάλλω άσμα θανάτου.
επίρρ...
θανατηφόρως και θανατηφόρον (Α)
με τρόπο που επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θανατηφόρος αντί θανατοφόρος για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
θᾰνᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που επιφέρει θάνατο, θανάσιμος, μοιραίος, σε Αισχύλ. Σοφ., κ.λπ.
Middle Liddell
θᾰνᾰτηφόρος, ον φέρω
death-bringing, mortal, Aesch., Soph., etc.
Chinese
原文音譯:qanat»foroj 他那帖-賀羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:死-攜帶(著)
字義溯源:死亡-攜帶的,致死的,害死人的;由(θάνατος / ἀθάνατος)=死亡)與(φέρω)*=負擔,背)組成;而 (θάνατος / ἀθάνατος)出自(θνῄσκω)*=死)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 致死的(1) 雅3:8