νῶτον: Difference between revisions
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />v. [[νῶτος]]. | |btext=ου (τό) :<br />v. [[νῶτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῶτον:''' τό = [[νῶτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῶτον:''' τό ή [[νῶτος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> πληθ. [[πάντοτε]], <i>νῶτα</i>, <i>τά</i>· [[πλάτη]], [[ράχη]], Λατ. [[tergum]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. terga, σε Όμηρ.· <i>τὰ νῶτα ἐντρέπειν</i>, <i>ἐπιστρέφειν</i>, [[γυρίζω]] την [[πλάτη]] μου, δηλ. [[φεύγω]], [[αποχωρώ]], τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Ηρόδ.· νῶτα [[δεῖξαι]], σε Πλούτ.· <i>κατὰ νώτου</i>, από τα [[νώτα]], από [[πίσω]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]]· ἐπ' [[εὐρέα]] νῶτα θαλάσσης, σε Όμηρ.· λέγεται για πεδιάδες, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πάνω [[μεριά]] ή [[ράχη]] λόφου ή βουνού, σε Πίνδ., Ευρ.· λέγεται επίσης για [[άρμα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''νῶτον:''' τό ή [[νῶτος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> πληθ. [[πάντοτε]], <i>νῶτα</i>, <i>τά</i>· [[πλάτη]], [[ράχη]], Λατ. [[tergum]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. terga, σε Όμηρ.· <i>τὰ νῶτα ἐντρέπειν</i>, <i>ἐπιστρέφειν</i>, [[γυρίζω]] την [[πλάτη]] μου, δηλ. [[φεύγω]], [[αποχωρώ]], τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Ηρόδ.· νῶτα [[δεῖξαι]], σε Πλούτ.· <i>κατὰ νώτου</i>, από τα [[νώτα]], από [[πίσω]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]]· ἐπ' [[εὐρέα]] νῶτα θαλάσσης, σε Όμηρ.· λέγεται για πεδιάδες, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πάνω [[μεριά]] ή [[ράχη]] λόφου ή βουνού, σε Πίνδ., Ευρ.· λέγεται επίσης για [[άρμα]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, or νῶτος, ὁ, pl. always νῶτα, τά in early writers A (οἱ νῶτοι LXX 3 Ki.7.19(33)): the gender of thesg. is undetermined in Hom. and Hes.; neut. in Pi.P.1.28, 4.83, E.Cyc.237, 643, Ar.Eq.289, Pax747, Antiph.132.6 (anap.), and always in Att. acc. to Phryn. 257, etc.: acc. νῶτον is masc. in Hp.Prorrh.2.†0,40, X.Eq.3.3 (as cited by Hdn.Gr.1.215), Arist.HA512b17, 544a6, Ephor.224J.:—back, both cf men and animals: sg., of a man, Il.5.147, 13.289, etc.; of a boar, φρίσσεινῶτον ib.473; ν.… ὄϊος καὶ πίονος αἰγός 9.207; of horses, ἐπὶ νῶτον ἐῗσαι 2.765; of an eagle, Pi.P.1.9: pl. freq. used in Poets in sense of sg., δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός Il.2.308, cf. Od.6.225, etc.: sometimes in Ep. of the chine of an animal served as food, νῶτα βοὸς… πίονα ib.4.65; νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν 14.437, cf. Il.7.321; of men in battle, τὰ νῶτα ἐντρέψαι to turn the back, i.e. flee, Hdt.7.211; νῶτον ἐπιστρέψαι Orac.ib.141; σν μὴ δῷς ν. μηδενί PTeb.21.8 (ii B. C.); δοτέον τὰ ν. Plu.2.787f; δεῖξαι νῶτα Id.Marc.12 (this phrase also of the winner in a race, AP9.557 (Antip. Thess.)); πίπτειν ἐπὶ νώτῳ A. Supp.91(lyr.); κατὰ νώτου in rear, κατὰ νώτου γενέσθαι τινός Hdt.1.9, 10; τὸ στρατόπεδον κατὰ ν. λαβεῖν ib.75; κατὰ ν. βοηθεῖν Th.1.62, etc.; κατὰ νῶτα Theoc.22.84; back of the finger, Procop. Gaz.Ecphr. 168.11. II metaph., any wide surface, especially of the sea, ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Il.2.159, Od.3.142, cf. Hes.Th.762; ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός E.Hel.129; πόντου 'πὶ νώτοις ib.774; also of the land, σχίζε ν. γᾶς Pi.P.4.228, cf. 26; χθονὸς ν. E.IT46; of the sky, ἀστεροειδέα ν. αἰθέρος Id.Fr.114ap.Ar.Th.1067(lyr.); ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ ν. Pl.Phdr. 247c; but ἕσπερα ν. the evening, i.e. western, sky, E.El.731(lyr.). 2 ridge of a hill or rock, Pi.O.7.87, E.Hipp.128(lyr.); of a tomb, Id.Hel.842, etc.; of a chariot, Id.Tr.572 (anap.); of a saw, AP6.204 (Leon.). 3 nave of a wheel, LXX l.c. 4 back of a page, Gal. 15.624; τὰ κατὰ νώτου POxy.1725.9 (iii A.D.). (Perh. cf. Lat. νᾰτες.)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. νῶτος.
Russian (Dvoretsky)
νῶτον: τό = νῶτος.
Greek (Liddell-Scott)
νῶτον: τό, ἢ νῶτος, ὁ πληθ. ἀείποτε, νῶτα, τά, (πλὴν παρὰ μεταγεν. ὡς Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 33)· τὸ γένος τοῦ ἑνικοῦ εἶναι ἀόρ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· εἶναι οὐδέτ. παρὰ Πινδ. ΙΙ. 1. 55., 4. 146, Εὐρ. Κύκλ. 237, 643, Ἀριστοφ. Ἱππ. 289, Εἰρ. 731, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, 6, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ. κατὰ τοὺς ἀττικίζοντας (Φρύν. 290, Μοῖρ. 267 κλ.), ἂν καὶ ἡ αἰτ. νῶτον ἀπαντᾷ ὡς ἀρσ. οὐ μόνον παρ’ Ἱππ. 109Β, C, 112D, ἀλλὰ καὶ ἐν Ξεν. Ἱππ. 3, 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1., 5. 12, 1· - τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ σώματος, ἡ ῥάχις ἢ «πλάτη», Λατ. tergum, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ ἐπὶ ζῴων· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Ε. 147., Ν. 289, κτλ.· ἐπὶ κάπρου, φρίσσει νῶτον Ν. 473· ἐπὶ προβάτου καὶ αἰγός, ν. ὄϊος... καὶ πίρνος αἰγὸς Ι. 207· ἐπὶ ἵππων, ἐπὶ νῶτον ἐΐσαι Β. 765, κτλ.· ἀλλ’ ὁ πληθ. συχνάκις παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει ὡς τὸ Λατ. terga, μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἑνικοῦ, δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 225, κτλ.· ἐπὶ τῆς ῥάχεως, ἢ τῆς «πλάτης» ζῴου παρασκευασθείσης πρὸς βρῶσιν, νῶτα βοὸς ... πίονα Δ. 65· νώτοισιν δ’ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, δηλ. διὰ τεμαχίων κοπτομένων κατὰ μῆκος τῆς ῥάχεως, Ξ. 437, πρβλ. Ἰλ. Η. 321· - ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν μάχῃ, τὰ νῶτα ἐντρέπειν, ἐπιστρέψαι, στρέφειν τὰ νῶτα, δηλ. φεύγειν, τρέπεσθαι εἰς φυγήν, Ἡρόδ. 7. 211, 141· νῶτα δοῦνα, Λατιν. dare terga, Πλούτ. 2. 787F· νῶτα δεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 12· ἀλλὰ τὸ τελευταῖον τοῦτο λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ νικῶντος ἐν δρομικῷ ἀγῶνι, Ἀνθ. Π. 9. 557· πίπτειν ἐπὶ νώτῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 90· κατὰ νώτου, ἐκ τῶν νώτων, ὄπισθεν, κατὰ νώτου γενέσθαι τινὸς Ἡρόδ. 1. 9, 10· τὸ στρατόπεδον κατὰ ν. λαβεῖν αὐτόθι 75· κατὰ ν. βοηθεῖν Θουκ. 1. 62, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ νῶτα Θεόκρ. 22.84. ΙΙ. μεταφορ., πᾶσα εὐρεῖα ἐπιφάνεια, ἰδίως τῆς θαλάσσης, ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Β. 159, Ὀδ. Γ. 142, Ἡσ. κλ.· ἐν νώτοισι ποντίας ἁλὸς Εὐρ. Ἑλ. 129· πόντου ’πὶ νώτοις αὐτόθι 774· - ὡσαύτως ἐπὶ μεγάλων ἐκτάσεων γῆς, πεδιάδες, νῶτα γαίας Πινδ. Π. 4. 45· χθονὸς ν. Εὐρ. Ι. Τ. 46· οὕτως, ἀστεροειδέα νῶτα αἰθέρος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 1067· ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 247C· ἕσπερα νῶτα, ἡ ἑσπερινὴ ὄψις τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 731. 2) τὸ ἄνω μέρος, ἡ ῥάχις ὄρους, Πινδ. Ο. 7. 160, Εὐρ. Ἱππ. 127· ἐπὶ τύμβου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 842 κτλ.· ἐπὶ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 572, κτλ. (Τὸ Λατ. nates ἴσως παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. ὡσαύτως νόσφι ἐν τέλ.).
English (Autenrieth)
back, of meat, back-piece, chine, Il. 9.207, pl., Il. 7.321; fig., εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
English (Slater)
(-ῳ, -ον; -ων, -οισιν, -α.)
a back
&nbnbsp; I of a person. στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ sc. the back of Typhon, buried beneath Mt. Etna (P. 1.28) πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον of Jason (P. 4.83) ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας (P. 4.183) ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος (N. 6.57) ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν) ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (N. 10.44) pl. pro s., δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26), cf. Πα. 6. 139 infra.
II of an eagle. ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (P. 1.9)
b of land
I expanse, surface “φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.26) ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς Jason, while ploughing (P. 4.228)
II ridge ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων (O. 7.87) met., of person and place, τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον of Aigina, nymph and island (Pae. 6.139)
Greek Monotonic
νῶτον: τό ή νῶτος, ὁ,
I. πληθ. πάντοτε, νῶτα, τά· πλάτη, ράχη, Λατ. tergum, σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά στον πληθ., όπως το Λατ. terga, σε Όμηρ.· τὰ νῶτα ἐντρέπειν, ἐπιστρέφειν, γυρίζω την πλάτη μου, δηλ. φεύγω, αποχωρώ, τρέπομαι σε φυγή, σε Ηρόδ.· νῶτα δεῖξαι, σε Πλούτ.· κατὰ νώτου, από τα νώτα, από πίσω, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. μεταφ., κάθε ευρεία επιφάνεια· ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης, σε Όμηρ.· λέγεται για πεδιάδες, σε Πίνδ., Ευρ.
2. πάνω μεριά ή ράχη λόφου ή βουνού, σε Πίνδ., Ευρ.· λέγεται επίσης για άρμα, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: sec. τὸν νῶτον (acc.) and οἱ νῶτοι (Egli Heteroklisie 84ff.) back (Il.).
Compounds: Compp., e.g. νωτο-φόρος carrying om the back, m. bearer, n. beast of burden (X., hell.) with -έω, -ία (D. S.); ποικιλό-νωτος with motley back (Pi., E.)
Derivatives: Adj. νωτ-ιαῖος (Hp., Pl., E.; Chantraine Form. 49), also -αῖος (Nic.), -ιος (Ti. Locr.) belonging to the back, f. -ιάς (Hp.). Subst. νωτιδανός m. kind of shark (Arist.; on the formation Schwyzer 530), also ἐπινωτιδεύς id. (Epaen. ap. Ath. 7, 294 d; explanation uncertain, s. Thompson Fishes s.v.; diff. Strömberg Fischnamen 49f.; cf. also Bosshardt 86); νωτεύς m. beast of burden (Poll., H.; Bosshardt l.c.). Verb νωτίζω, also w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐπι-, turn ones back, cover one's back, besmear, beat on the back (trag.; cf. Kretschmer Glotta 5, 287) with νώτισμα n. cover of the back = wing (Trag. Adesp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No certain cognates. One compares since Curtius 320 Lat. natis, natēs, gen. pl. -ium f. the buttock, s. W.-Hofmann s.v. with further attempts at connection.
Middle Liddell
νῶτον, ου, τό,
I. the back, Lat. tergum, Il.; often in plural, like Lat. terga, Hom.; τὰ νῶτα ἐντρέπειν, ἐπιστρέφειν to turn the back, i. e. flee, Hdt.; νῶτα δεῖξαι Plut.; κατὰ νώτου from behind, in rear, Hdt., Thuc. [pl. always νῶτα, τά]
II. metaph. any wide surface, ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Hom.; of plains, Pind., Eur.
2. the back or ridge, of a hill, Pind., Eur.; of a chariot, Eur.
Frisk Etymology German
νῶτον: {nō̃ton}
Grammar: n.,
Meaning: sekundär τὸν νῶτον (Akk.) und οἱ νῶτοι (Egli Heteroklisie 84ff.) Rücken (seit II.).
Composita: Kompp., z.B. νωτοφόρος auf dem Rücken tragend, m. Träger, n. Lasttier (X., hell. u. sp.) mit -έω, -ία (D. S. u.a.); ποικιλόνωτος mit buntfarbigem Rücken (Pi., E. in lyr.).
Derivative: Ableitungen: Adj. νωτιαῖος (Hp., Pl., E. u.a.; Chantraine Form. 49), auch -αῖος (Nik.), -ιος (Ti. Lokr.) zum Rücken gehörig, f. -ιάς (Hp.). Subst. νωτιδανός m. Art Haifisch (Arist.; zur Bildung Schwyzer 530), auch ἐπινωτιδεύς ib. (Epaen. ap. Ath. 7, 294 d; Erklärung unsicher, s. Thompson Fishes s.v.; anders Strömberg Fischnamen 49f.; vgl. auch Bosshardt 86); νωτεύς m. Lasttier (Poll., II.; Bosshardt a.a.O.). Verb νωτίζω, auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, επι-, den Rücken wenden, den Rücken bedecken, bestreichen, auf den Rücken schlagen (Trag. u. a.; vgl. Kretschmer Glotta 5, 287) mit νώτισμα n. Rückenbedeckung = Flügel (Trag. Adesp.).
Etymology: Ohne sichere Verwandte. Man vergleicht seit Curtius 320 lat. natis, gen. pl. natēs, -ium f. die Hinterbacke, der Hintere, s. W.-Hofmann s.v. mit weiteren Anknüpfungsversuchen.
Page 2,331-332