βοτάνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βοτάνη:''' дор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подножный корм]], [[пастбище]] Hom., Eur., Plat., Theocr.: β. ἁ λέοντος Pind. = [[Νεμέα]];<br /><b class="num">2)</b> [[трава]] ([[μέσον]] δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).
|elrutext='''βοτάνη:''' дор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[подножный корм]], [[пастбище]] Hom., Eur., Plat., Theocr.: β. ἁ λέοντος Pind. = [[Νεμέα]];<br /><b class="num">2</b> [[трава]] ([[μέσον]] δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:00, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτάνη Medium diacritics: βοτάνη Low diacritics: βοτάνη Capitals: ΒΟΤΑΝΗ
Transliteration A: botánē Transliteration B: botanē Transliteration C: votani Beta Code: bota/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (βόσκω)
A pasture, Il.13.493, Pl.Prt.321b, etc.; ἐκ βοτάνης ἀνιόντα Theoc.25.87; ἐν β. Id.28.12; ἔγρονται ἐς βοτάναν E.Fr.773.29; βοτάνη ἁ λέοντος = the lion's pasture, i.e. Nemea, Pi.N.6.42: metaph., ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ τρεφόμενοι Pl.R.401c.
2 fodder, Od. 10.411.
3 herb, Thphr.HP4.4.13, Dsc.1 Praef.1 (pl.), etc.
4 in plural, plants, as material for making clothes, opp. δοραί, Diog. Oen. 10.
5 weeds, Thphr.HP2.7.5, POxy.729.22 (ii A. D.): in plural, Gp. 2.46.2.
6 ἱερὰ βοτάνη = περιστερεών (holy vervain, common vervain, vervain, common verbena, verbena, Verbena supina), Dsc.4.60.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1pasto μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης Il.13.493, ποιηρά E.Cyc.45, cf. Fr.773.29, Pl.Prt.321b, Mnesith.Ath.39.12, Theoc.25.87, 28.12
fig. β. ... ἁ λέοντος el pasto del león, e.e., Nemea, Pi.N.6.42
de los hombres ricos κηφήνων β. pasto de los zánganos Pl.R.564e, cf. Plu.2.42a
forraje ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται Od.10.411.
2 hierba frec. op. ‘raíz’ εὐκαρπήσει δὲ γῆ ῥίζας καὶ βοτάνας Hp.Ep.10.2, cf. Arist.HA 592a25, προσφέρεσθαι τῆς βοτάνης Democr.B 5.1, κατέφαγεν πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς LXX Ex.10.15, ὀχληρά Aristid.Quint.64.20, cf. Hp.Mul.2.196, Epid.7.3, Thphr.HP 4.4.13, Dsc.1 praef.1, D.P.Au.1.21, Sch.D.T.196.6
fig. ref. al vicio τρεφόμενοι ... ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ como si se hubiesen criado con una mala hierba Pl.R.401c, ἀπέχεσθε τῶν κακῶν βοτάνων ἅστινας ... Χριστὸς οὐ γεωργεῖ Ign.Phil.3.1, διαβόλου β. hierba del diablo, e.e., el vicio, Ign.Eph.10.
3 mala hierba, cizaña Thphr.HP 2.7.5, POxy.729.22 (II d.C.)
plu. βοτάνας μὴ ἐχούσῃ Gp.2.46.2.
4 planta β. εὔθετος planta útil, Ep.Hebr.6.7, ref. plantas con cuyas fibras se pueden fabricar tejidos, op. δοραί Diog.Oen.21.1.7.
II bot. ἱερὰ βοτάνη = verbena, Verbena supina L. o v. Verbena officinalis L., Dsc.4.60
ἀρτεμισίη βοτάνη = artemisia Hp.Mul.1.46.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, Futter-, Weidekraut, bei Sp. = Pflanze: Hom. zweimal, Odyss. 10, 411 βοῦς ἀγελαίας, ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται; Iliad. 13, 493 ὡς εἴ τε μετὰ κτίλον ἕσπετο μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης, entweder = vom Weideplatze fort, räumlich, oder zeitlich, = nach dem Weiden, nachdem sie gefressen; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐκ βοτάνης ἐστὶ μετὰ τὴν βόσκησιν, ὡς λέγομεν »ἐξ ἀρίστου παρέσομαι« ἀντὶ τοῦ μετὰ τὸ ἄριστον. Vgl. Odyss. 10, 159 ὁ μὲν ποταμόνδε κατήιεν ἐκ νομοῦ ὕλης πιόμενος; Iliad. 16, 365 ὡς δ' ὅτ' ἀπ' Οὐλύμπου νέφος ἔρχεται οὐρανὸν εἴσω αἰθέρος ἐκ δίης, ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, d. h. nachdem unmittelbar vorher noch klare Luft, heiteres Wetter gewesen war. – Pind. N. 6, 43 βοτάνα τέ νιν πόθ' ἁ λέοντος νικάσαντ' ἔρεφ' ἀσκίοις Φλιοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν, Selinon; Eur. Cycl. 45: frgm. Phaeth. 2, 29; Theocrit. 28, 12; Att. Prosa, z. B. Plat. Prot. 321 b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
herbe à paître ; pâturage.
Étymologie: R. Βοτ, v. βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτάνη -ης, ἡ, Dor. βοτάνᾱ βοτόν voer.

Russian (Dvoretsky)

βοτάνη: дор. βοτάνᾱ (τᾰ) ἡ
1 подножный корм, пастбище Hom., Eur., Plat., Theocr.: β. ἁ λέοντος Pind. = Νεμέα;
2 трава (μέσον δενδρων καὶ βοτανῶν Arst.).

Frisk Etymological English

See also: s. βόσκω

Middle Liddell

βόσκω
grass, fodder, Il., Plat.; ἐκ βοτάνης from feeding, from pasture, Theocr.

English (Autenrieth)

(βόσκω): fodder, grass, Il. 13.493 and Od. 10.411.

English (Abbott-Smith)

βοτάνη, -ῆς, ἡ (< βόσκω), [in LXX for עֵשֶׂב, דֶשֶׁא, חָצִיר;]
1.grass, fodder.
2.green herb: He 6:7.†SYN.: λάχανον, a garden herb, a vegetable.

English (Strong)

from βόσκω; herbage (as if for grazing): herb.

English (Thayer)

βοτανης, ἡ (βόσκω), an herb fit for fodder, green herb, growing plant: Homer, Pindar, Plato, Euripides, Diodorus, Aelian, others, the Sept. for דֶּשֶׁא, חָצִיר, עֵשֶׂב. (Metaphorically, of men, Ignatius ad Ephesians 10,3 [ET]; ad Trall. 6,1 [ET]; ad Philad. 3,1 [ET]).)

Greek Monolingual

η (AM βοτάνη)
1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή
2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο
μσν.- νεοελλ.
1. μαγικό βότανο
2. πυρίτιδα, μπαρούτι
αρχ.
1. τόπος βοσκής, λιβάδι
2. αγριόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν.
ΠΑΡ. βοτάνι (-ιον), βοτανίζω, βοτανικός
(αρχ. - μσν.) βοτανώδης μσν.-νεοελλ. βότανο (ν)
ΣΥΝΘ. βοτανηφάγος (Μ και βοτανοφάγος)
αρχ.
βοτανηφόρος, χλωροβοτάνη].

Greek Monotonic

βοτάνη: [ᾰ], ἡ (βόσκω), χορτάρι, σανός, ξηρά ζωοτροφή, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· ἐκ βοτάνης, από τη βοσκή, από το λιβάδι, σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

βοτάνη: [ᾰ], ἡ, (βόσκω) τροφὴ τῶν ζῴων, χόρτος, Ἰλ. Ν. 493, Πλάτ. κ. ἄλλ.· ἐκ βοτάνης, ἐκ τῆς βοσκῆς, ἐκ τοῦ λειμῶνος, ἐκ τῆς τροφῆς, Θεόφρ. 25. 87· ἔγρονται ἐς βοτάναν, ἐπὶ ἵππων, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 27· βοτ. ἁ λέοντος, ἡ τοῦ λέοντος νομή, δηλ. ἡ Νεμέα (πρβλ. χόρτος), Πίνδ. Ν. 6. 71· ἐν κακῇ β., ἐν κακῇ βοσκῇ κακῷ λειμῶνι, Πλάτ. Πολ. 401C. II. πόα, χορτάρι, βότανον, ἀντίθ. τῷ λάχανον, Ἀριστ. Φυτ. 1. 4, 7.

Frisk Etymology German

βοτάνη: {botánē}
Grammar: f.
Meaning: Weide, Futterkraut, Gras (seit Il.).
Derivative: Deminutiva βοτάνιον (Thphr., Dsk.), βοτανίδιον (Sch.); adjektivische Ableitungen βοτανικός (Plu., Gal. u. a.), βοτανώδης (Ath. u. a.); poet. Adverb βοτάνηθεν (Opp.); denominatives Verb βοτανίζω das Unkraut ausjäten (Thphr., Pap. u. a.) mit βοτανισμός das Jäten (Pap.).
Etymology: Steht neben βοτόν wie πλεκτάνη neben πλεκτός, δόκανον neben δοκός, λεκάνη neben λέκος, ὀρφανός neben lat. orbus usw. (Chantraine Formation 199, Schwyzer 490) und setzt jedenfalls eine nominale τ-Ableitung von βόσκω (s. d.) voraus. Anders Meillet BSL 25, 103: τ Hiatkonsonant; dazu Schwyzer 289.
Page 1,254-255

Chinese

原文音譯:bot£nh 波他尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:草(的)
字義溯源:草本植物,牧草,草木,菜蔬;源自(βόσκω)*=草場,飼養)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 菜蔬(1) 來6:7

English (Woodhouse)

forage, pasturage, grass for pasture, green food

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=χόρτο). Ἀπό τό βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

planta en general τὴν βοτάνην θυμιάσας ῥητίνῃ ἐκ πίτυος quemando la planta con resina de pino P IV 2970 ἀνασπᾷ τὸ φυτὸν ἐξ ὀνόματος ἐπικαλούμενος τὸν δαίμονα, ᾧ ἡ β. ἀνιέρωται arranca la planta invocando por su nombre al demon a quien la planta está dedicada (en instrucciones sobre su recogida) P IV 2974 P IV 2977