συμψηφίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμψηφίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подсчитывать]], [[складывать]] (τὰς τιμάς NT);<br /><b class="num">2)</b> med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л.
|elrutext='''συμψηφίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[подсчитывать]], [[складывать]] (τὰς τιμάς NT);<br /><b class="num">2</b> med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 16:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμψηφίζω Medium diacritics: συμψηφίζω Low diacritics: συμψηφίζω Capitals: ΣΥΜΨΗΦΙΖΩ
Transliteration A: sympsēphízō Transliteration B: sympsēphizō Transliteration C: sympsifizo Beta Code: sumyhfi/zw

English (LSJ)

A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2. II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXX Je.29(49).21.

German (Pape)

[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.

French (Bailly abrégé)

compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d'accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-ψηφίζω act. bij elkaar optellen, berekenen:. συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν zij telden de waarden ervan bij elkaar op NT Act. Ap. 19.19. med. meestemmen met, dezelfde stem uitbrengen als, met dat.. Aristoph. Lys. 142.

Russian (Dvoretsky)

συμψηφίζω:
1 подсчитывать, складывать (τὰς τιμάς NT);
2 med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л.

English (Strong)

from σύν and ψηφίζω; to compute jointly: reckon.

English (Thayer)

1st aorist συνεψηφισα; to compute, count up: τάς τιμάς, τίνι, to vote with one, Aristophanes Lysias, 142.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.

Greek Monotonic

συμψηφίζω: μέλ. -σω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, συναριθμώ, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.

Middle Liddell

fut. σω
to reckon together, count up, NTest.

Chinese

原文音譯:sumyhf⋯zw 沁-普些非索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-小圓石(計數)
字義溯源:一同計算,數,計算,算計,記錄;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(ψηφίζω)=用小圓石計算數目)組成,其中 (ψηφίζω)出自(ψῆφος)=小圓石), (ψῆφος)出自(ψηλαφάω)=操作),而 (ψηλαφάω)出自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們計算(1) 徒19:19

French (New Testament)

supputer, estimer