ἐκτανύω: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκτᾰνύω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐκτᾰνύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[растягивать]] (ἱμάντα [[βοός]] Hom. - in tmesi; [[δέρμα]] Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[вытягивать]] (βραχίονάς τινι Theocr. и τὰς [[χέρας]] Anth.; ἐξετανύσθη [[ἄμπελος]] [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] HH);<br /><b class="num">3</b> [[валить]] ([[δένδρον]] ἐπὶ γαίῃ Hom.): [[ὕπτιος]] ἐξετανύσθη Hom. он повалился навзничь;<br /><b class="num">4</b> [[разглаживать]] (παρειάων ῥυτίδας Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:05, 25 November 2022
English (LSJ)
=ἐκτείνω, βραχίονας Theoc.25.270:—Hom. has this form only, in the sense to stretch out (on the ground),
Spanish (DGE)
(ἐκτᾰνύω) • Alolema(s): ἐκταννύω frec. en cód. de Gal. (p.ej. Gal.8.430, 431.1, Apollon.Cit.31)
• Grafía: graf. ἰγκτ- CEG 596.2 (Atenas IV/III a.C.)
• Prosodia: [gener. ῠ pero ῡ Anacreont.37.5]
• Morfología: [aor. ind. sg. 3 ἐξετάνυσσε Il.17.58, plu. ἐκτάνυσαν Pi.P.4.242]
A tr.
I 1de pers. y anim., habitualmente en aor. dejar tendido en el suelo, tender ἔνθα μιν ἐκτανύσας Il.11.844
•c. idea de violencia dejar tendido en tierra, tumbar, derribar en combate ἐξετάνυσσ' ἐπὶ γαίῃ Il.17.58, τὸν δέ τ' ἔασκεν ἐν κονὶ ἐκτανύσας προπρηνέα Il.24.18, πολλοὺς δὲ δι' αἵματος ἐκτανύσαντες CEG 658.5 (Arcadia IV a.C.), cf. Theoc.25.270
•fig. ἔννοιαι δὲ ἡμαρτημέναι ... τὸν ἄνθρωπον ... ἐξετάνυσαν ἐπὶ γῆς ideas erradas derribaron al hombre inicialmente celeste sobre la tierra, Clem.Al.Prot.2.25.
2 (de partes) del cuerpo tender, extender, estirar χεῖρας τ' ἐκτανύσαντες ἐς αἰθέρα Orac.Sib.4.166, cf. AP 11.105 (Lucill.), en v. pas. como suplicio τὴν ἐκ ποδοῖν καὶ χεροῖν ἐκτετανυσμένην de Hera, Luc.Philopatr.11, ὦ ξύλον ... ἐφ' οὗ θεὸς ἐξετανύσθη de Cristo en la cruz Orac.Sib.6.26.
3 medic., veter. extender, estirar οὗτοι ἐκτανύειν οὐ δύνανται τὸ σκέλος Hp.Art.57, cf. 58, 64, Fract.43, Aret.SD 1.7.7, Gal.ll.cc., 18(1).396, Apollon.Cit.l.c., τὸν τράχηλον Hippiatr.Lugd.17, en v. pas. ὅταν ... ἐς τοὔμπροσθεν ἐκτανυσθῇ ἡ σύμπασα χείρ Hp.Art.1.
4 de obj. tender, extender ῥινοὺς δ' ἐξετάνυσσε καταστυφέλῳ ἐνὶ πέτρῃ h.Merc.124, δέρμα Pi.P.4.242, ζώνην παρθενικήν AP 5.285 (Agath.), οὐδὲ παρειάων ἐκτανύσεις ῥυτίδας AP 11.408 (Lucill.), μήρινθον ἐΰστροφον Opp.C.4.385, ψυχῆς πολυχανδέα κόλπον ICr.2.24.13.11 (IV d.C.)
•c. ac. de resultado θεμείλοις ὧν ὕπερ εὐρείην ἐξετάνυσσας ὁδόν de un puente Hell.4.74.4 (Cilicia IV d.C.)
•en v. med. c. sent. act. πεζοὶ δ' ἐκτανύσαντο λίνοιο περίδρομον ἕρκος Opp.C.4.120.
II indic. desplazamiento hacia el frente tender, poner delante, blandir φάσγανα δ' ἐκτανύσειε κατ' ἐυσεβέων ἀνθρώπων Orac.Sib.11.24, λόγχην Orac.Sib.13.18, 14.128, ὃν ὡς ὅπλον ἐκτανύσαντες AP 11.321 (Philippus).
III c. idea de mov. y ac. interno recorrer δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν Anacreont.37.5
•fig. μητρῶον μόρον ἐκτανύσασα σωφροσύνῃ καὶ φιλανδρίᾳ habiendo recorrido (hasta el final) su destino de madre en la templanza y el amor a su marido, SB 5037.3.
B intr. en v. med.-pas.
1 caer tendido ὁ δ' ὕπτιος ἐξετανύσθη Il.7.271, cf. Theoc.22.106, ἄσφυκτος ... ἐξετανύσθη AP 11.211 (Lucill.), ἐν κονίαισιν ... φὼς ἐκτετάνυσται Orph.L.74.
2 extenderse ἐξετανύσθη ἄμπελος ἔνθα καὶ ἔνθα h.Bacch.39, περὶ μέν με λέων, περὶ δὲγ (sic) πρῶιρ' ἰγκτετάνυσται junto a mí se estira a un lado un león y al otro un espolón en un relieve funerario CEG 596.2 (Atenas IV/III a.C.)
•de territorios Δωδώνης ἤπειρος ἀπείριτος ἐκτετάνυσται St.Byz.s.u. Δωδώνη
•de pers. πέλας δὲ οἱ ἐκτετάνυστο Ἄργος junto a él yacía tendido Argo Mosch.2.56.
• Etimología: Cf. τείνω.
German (Pape)
[Seite 779] (s. τανύω), = ἐκτείνω, ausspannen, ausbreiten; δέρμα Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; ὕπτιος ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσθη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκτανύσω, ao. ἐξετάνυσα, ao. Pass. ἐξετανύσθην;
1 étendre, allonger;
2 étendre sur le sol.
Étymologie: ἐκ, τανύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτᾰνύω:
1 растягивать (ἱμάντα βοός Hom. - in tmesi; δέρμα Pind.);
2 вытягивать (βραχίονάς τινι Theocr. и τὰς χέρας Anth.; ἐξετανύσθη ἄμπελος ἔνθα καὶ ἔνθα HH);
3 валить (δένδρον ἐπὶ γαίῃ Hom.): ὕπτιος ἐξετανύσθη Hom. он повалился навзничь;
4 разглаживать (παρειάων ῥυτίδας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰνύω: μέλλ. -ύσω, = ἐκτείνω: ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξαπλώνω, ἔρνος... ἐλαίης... βόθρου τ’ ἐξέστρεψε (ὁ ἄνεμος) καὶ ἐξετάνυσσ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ρ. 58: ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ὁ δ’ ὕπτιος ἐξετανύσθη Η. 271· ἐξετανύσθη ἄμπελος, ἐξηπλώθη καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 38. 2) ἐκτείνω, τεντώνω, «τανύζω», ἐκ δ’ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς Ὀδ. Ψ. 201· δέρμα Πινδ. Π. 4. 430. 3) ἐπεκτείνω, ἐξετάνυσσας ὁδὸν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 4. Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1562 ἐκτανύσαι τῶν χειρογρ. ὅπερ νῦν γράφεται ἐξανύσαι, ἴδε ἐξανύω: ― Ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ἱπποκράτει (π. Ἀγμ. 778). ῠ συνήθως, ἀλλ’ ῡ Ἀνακρεόντ. 8.
English (Autenrieth)
aor. ἐξετάνυσσα, pass. ἐξετανύσθην: stretch out, ‘lay low,’ Il. 17.58; mid., fall prone, Il. 7.271.
English (Slater)
ἐκτᾰνύω stretch out νιν ἐκτάνᾰσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. δέρμα λαμπρόν) (P. 4.242)
Greek Monolingual
ἐκτανύω (Α)
1. εκτείνω, απλώνω, ξαπλώνω («ὁ δ' ὕπτιος ἐξετανύσθη» — ξαπλώθηκε ανάσκελα, Ιλ. Η)
2. τεντώνω, εκτείνω, τανύζω
3. επεκτείνω.
Greek Monotonic
ἐκτᾰνύω: μέλ. -ύσω, Επικ. αόρ. αʹ ἐξετάνυσσα·
1. = ἐκτείνω· εκτείνω, απλώνω (πάνω στο έδαφος), ξαπλώνω, ρίχνω κάτω (με χτύπημα), ξαπλώνω χάμω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι τεντωμένος, ἐξετανύσθη, στο ίδ.
2. τεντώνω σφιχτά, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
fut. ύσω epic aor1 ἐξετάνυσσα
1. = e)ktei/nw, to stretch out (on the ground), lay low, Il.:—Pass. to lie outstretched, ἐξετανύσθη Il.
2. to stretch tight, Od.