ὑποτακτικός: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποτακτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.<br />грам.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὑποτακτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.<br />грам.<br /><b class="num">1</b> [[подчиненный]]: ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]] подчиненный член, т. е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν); ὑποτακτικὸν φωνῆεν неслоговой (второй) гласный дифтонга;<br /><b class="num">2</b> [[подчиняющий]] ([[σύνδεσμος]]);<br /><b class="num">3</b> [[сослагательный]]: ὑποτακτικὴ [[ἔγκλισις]] или ὑποτακτικὸν ῥῇμα сослагательное наклонение. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:50, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A post-positive, necessarily placed after something with which it is combined, e.g. μοι, opp. ὑποτασσόμενος (capable of being placed after, e. g. ἐμοί), A.D.Pron.35.22, cf. Adv. 126.21; ὑ. συλλαβαί, e.g. γμ, κμ, χμ, Id.Synt.7.9, cf. 58.3; ὑ. φωνῆεν a vowel which must come second in a diphthong, EM203.47, al.; στοιχεῖα (i.e. ι and υ) D.T.631.8; οὐχ ὑ. τῷ ν τὸ π, π cannot follow ν, D.H.Comp.22. Adv. ὑποτακτικῶς, opp. προτακτικῶς, A.D. Synt.227.15. 2 ὑποτακτικὸν ἄρθρον, i.e. ὅς, ἥ, ὅ, D.T.640.6, A.D.Pron. 110.14, Greg.Cor.p.385 S.; τὸ ὅς ὑποτακτικόν Ath.11.493b; ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.87.2. 3 of Verbs, ὑ. ἔγκλισις subjunctive mood, D.T.638.8, A.D.Synt.246.15, al.; τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα verbs in the subjunctive, ib.265.25, cf. Conj.243.13, 244.18, al.; ἐὰν τοῦτο ὑποτακτικὸν ᾖ if this is subjunctive, Phryn.337; ὑποτακτικὸς σύνδεσμος conjunction requiring the subjunctive, Thom.Mag.p.132 R. 4 ὑποτακτικόν, τό, a charm for bringing people into subjection, PMag. Lond.121.940; ὑ. Ἀπόλλωνος ib.124.36. 5 ὑποτακτικὰ ζῴδια the feminine ζῴδια, i.e. even numbers beginning with Taurus, Cat.Cod.Astr.1.165, 5(1).187. 6 submissive, obedient, τέκνα PMasp.97v D37 (vi A. D.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. subordonné :
1 en gén.
2 particul. soumis, dépendant;
II. qui concerne la subordination ; ἡ ὑποτακτική (ἔγκλισις) le subjonctif ; τὸ ὑποτακτικὸν ἄρθρον litt. l'article postposé, ou subordonné, càd le pronom relatif ὅς, ἥ, ὅ.
Étymologie: ὑποτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτακτικός: II ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.
грам.
1 подчиненный: ὑποτακτικὸν ἄρθρον подчиненный член, т. е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν); ὑποτακτικὸν φωνῆεν неслоговой (второй) гласный дифтонга;
2 подчиняющий (σύνδεσμος);
3 сослагательный: ὑποτακτικὴ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα сослагательное наклонение.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτακτικός: -ή, -όν, δευτερεύων, ὑποτεταγμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτακτικός, Εὐστ. Πονημάτ. 95. 90., 221, 24. ΙΙ. ἐπιτασσόμενος, κατόπιν τιθέμενος, ὑπ. φωνῆεν, τ. δεύτερον φωνῆεν διφθόγγου, Ἐτυμ. Μέγ. 203. 47, κ. ἀλλ. 2) ὑπ. ἄρθρον, articulus postpositivus, δηλ. ἡ ἀντων. ὅς, ἥ, ὅ, Γρηγ. Κορίνθου 385. 3) ἐπὶ ῥημάτων, ὑπ. ἔγκλισις, ὑπ. ῥῆμα ἢ ὁ ὑποτακτικός, modus subjunctivus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 261, κ. ἀλλ.· - ὑπ. σύνδεσμος, ὁ συναπτόμενος ὑποτακτικῇ Θωμ. Μ. - Ἐπίρρ. -κῶς, καθ’ ὑποτακτικήν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 226. 4) ἀναφορικός, ἐπὶ ἀντωνυμίας, «τὸ ὃς ἀντὶ προτακτικοῦ τοῦ ὁ Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι· τοὔμπαλιν δὲ ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ό» Ἀθήν. 493Β.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποτακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, -ή, -ό, Ν
ὑποτάσσω
το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική
γραμμ. η έγκλιση του ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υποτακτικός
ο υπηρέτης («έτσι μιλούσε μόνο στους υπηρέτες, τους υποταχτικούς», Κ. Χατζόπ.)
2. φρ. α) «υποτακτικός λόγος»
γραμμ. η υπόταξη, η διεργασία και το αποτέλεσμα της σύνδεσης γλωσσικών μονάδων-τμημάτων του λόγου έτσι ώστε να αποκτούν διαφορετική συντακτική λειτουργία με την εξάρτηση του ενός από το άλλο
β) «υποτακτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέει μια δευτερεύουσα πρόταση με άλλη
γ) «υποτακτική σύνδεση»
γραμμ. σύνδεση με την οποία υποτάσσεται, εξαρτάται μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια άλλη
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. εκκλ. λαϊκός ή δόκιμος μοναχός που δέχεται εντολές από μοναχό ή κληρικό σε μοναστήρι
μσν.
1. ευπειθής, υπάκουος·2. φρ. α) «ὑποτακτικὸς σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική (Θωμ. Μ.)
β) «ὑποτακτικὸν ἄρθρον»
γραμμ. η αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ (Γρηγ. Κορ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που παίρνει εντολές από άλλον
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που τοποθετείται οπωσδήποτε μετά από άλλη λέξη, λ.χ. ο τύπος μοι, σε αντιδιαστολή προς τον τύπο έμοί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποτακτικόν
γοητεία, γήτεμα που φέρνει ανθρώπους σε υποταγή
3. φρ. α) «ὑποτακτικαὶ συλλαβαί»
γραμμ. τα συμπλέγματα γμ, κμ, χμ (Απολλ. Δύσκ.)
β) «ὑποτακτικὰ στοιχεῖα»
γραμμ. τα φωνήεντα ι και υ (Διον. Θρ.)
γ) «ὑποτακτικὰ ῥήματα»
γραμμ. ρηματικοί τύποι στην υποτακτική (Απολλ. Δύσκ.)
δ) «ὑποτακτικὸν φωνῆεν»
γραμμ. το δεύτερο φωνήεν μιας διφθόγγου (Μέγα Ετυμολογικόν).
επίρρ...
ὑποτακτικῶς ΜΑ
γραμμ. με εκφορά στην υποτακτική («οὐκ εἶπεν ὄψομαι ὁριστικῶς, ἀλλ' ἐσίδω ὑποτακτικῶς», Σχόλ. Ευρ.).
Léxico de magia
-όν subst. τὸ ὑ. fórmula para someter φιμωτικὸν καὶ ὑποτακτικὸν γενναῖον καὶ κάτοχος fórmula genuina para silenciar, para someter y controlar P VII 396 P VII 925 SM 82 fr.A.7 (fr. lac.) θυμοκάτοχον καὶ ὑποτακτικόν fórmula para contener la cólera y para someter a alguien P VII 940 ὑποτακτικὸν Ἀπόλλωνος fórmula de sometimiento de Apolo P X 36
German (Pape)
ή, όν, unterordnend, unterwerfend, Sp.
Bei den Gramm. den Konjunktiv regierend, ὁ ὑποτακτικός, auch ἡ ὑποτακτική, der Subjunktiv.