εἰρωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "intr." to "intr.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[intr]].<br /><b class="num">1</b> [[disimular]], [[hablar o actuar con disimulo]] ocultando la verdad, c. propósito de engaño IP.- οὐκ οἶδα μὰ Δι' ... ΠI.- ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ar.<i>Au</i>.1211, οὐ πείσεσθέ μοι ὡς εἰρωνευομένῳ Pl.<i>Ap</i>.38a, τ[ῆς] δ' [ἀλη] θείας ... μὴ φρον[τ] ίζοντες παρὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς [[ἕνεκα]] τῶν πλησίων εἰρωνεύονται Polystr.<i>Contempt</i>.16.28, καλλιλογεῖτε καὶ εἰρωνεύεσθε ... ὄνομα καλὸν ἔργῳ περιθέντες ἀνοσίῳ D.H.8.32<br /><b class="num">•</b>como signo de falsa modestia ὅ τε γὰρ πλούσιος πένης φησὶν εἶναι, ἐὰν εἰρωνεύηται Arist.<i>Diu</i>.49<br /><b class="num">•</b>[[actuar con modestia]], [[mostrarse modesto]] οἱ δὲ μετρίως χρώμενοι τῇ εἰρωνείᾳ καὶ περὶ τὰ μὴ λίαν ἐμποδὼν καὶ φανερὰ εἰρωνευόμενοι χαρίεντες φαίνονται Arist.<i>EN</i> 1127<sup>b</sup>31<br /><b class="num">•</b>[[disimular su ignorancia]], [[practicar el disimulo como proc. oratorio o sofístico]] εἰρωνεύεταί τε πρός με Pl.<i>Cra</i>.384a, cf. <i>Sph</i>.268b<br /><b class="num">•</b>[[mostrarse evasivo]], [[poner pretextos]] para evitar comprometerse, D.60.18, εἰρωνεύεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11.<br /><b class="num">2</b> [[hablar irónicamente]] esp. c. propósito de burla, [[hablar en tono de burla]], [[burlarse]] εἰρωνεύῃ, ὦ Σώκρατες Pl.<i>Grg</i>.489e, op. [[σπουδάζειν]] ‘[[hablar en serio]]’, Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>b</sup>30, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ' ἐπισυρμοῦ Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.161, cf. Plu.2.199e, Iust.Phil.<i>Dial</i>.101.3, Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.130.13<br /><b class="num">•</b>ret. [[emplear la ironía]] D.H.<i>Dem</i>.22.6, 54.2, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.17.<br /><b class="num">II</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[simular]], [[fingir]] c. propósito de sorna μὴ πρὸς ὃν ... ἐλοιδόρησαν ... εἰρωνεύεσθαι τὰς νῦν φιλοφρονήσεις I.<i>BI</i> 2.298, εἰρωνεύοντο δικαστήρια καὶ κρίσεις hicieron simulacros de tribunales y juicios</i> I.<i>BI</i> 4.334, cf. 1.209, τὸν τῆς ἐπιορκίας ... φόβον Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.233C.<br /><b class="num">2</b> [[tratar irónicamente]], [[burlarse de]] c. ac. de pers. τὸν ἄνθρωπον Him.1.13, αὐτόν Didym.<i>Gen</i>.108.26.
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[disimular]], [[hablar o actuar con disimulo]] ocultando la verdad, c. propósito de engaño IP.- οὐκ οἶδα μὰ Δι' ... ΠI.- ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ar.<i>Au</i>.1211, οὐ πείσεσθέ μοι ὡς εἰρωνευομένῳ Pl.<i>Ap</i>.38a, τ[ῆς] δ' [ἀλη] θείας ... μὴ φρον[τ] ίζοντες παρὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς [[ἕνεκα]] τῶν πλησίων εἰρωνεύονται Polystr.<i>Contempt</i>.16.28, καλλιλογεῖτε καὶ εἰρωνεύεσθε ... ὄνομα καλὸν ἔργῳ περιθέντες ἀνοσίῳ D.H.8.32<br /><b class="num">•</b>como signo de falsa modestia ὅ τε γὰρ πλούσιος πένης φησὶν εἶναι, ἐὰν εἰρωνεύηται Arist.<i>Diu</i>.49<br /><b class="num">•</b>[[actuar con modestia]], [[mostrarse modesto]] οἱ δὲ μετρίως χρώμενοι τῇ εἰρωνείᾳ καὶ περὶ τὰ μὴ λίαν ἐμποδὼν καὶ φανερὰ εἰρωνευόμενοι χαρίεντες φαίνονται Arist.<i>EN</i> 1127<sup>b</sup>31<br /><b class="num">•</b>[[disimular su ignorancia]], [[practicar el disimulo como proc. oratorio o sofístico]] εἰρωνεύεταί τε πρός με Pl.<i>Cra</i>.384a, cf. <i>Sph</i>.268b<br /><b class="num">•</b>[[mostrarse evasivo]], [[poner pretextos]] para evitar comprometerse, D.60.18, εἰρωνεύεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11.<br /><b class="num">2</b> [[hablar irónicamente]] esp. c. propósito de burla, [[hablar en tono de burla]], [[burlarse]] εἰρωνεύῃ, ὦ Σώκρατες Pl.<i>Grg</i>.489e, op. [[σπουδάζειν]] ‘[[hablar en serio]]’, Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>b</sup>30, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ' ἐπισυρμοῦ Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.161, cf. Plu.2.199e, Iust.Phil.<i>Dial</i>.101.3, Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.130.13<br /><b class="num">•</b>ret. [[emplear la ironía]] D.H.<i>Dem</i>.22.6, 54.2, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.17.<br /><b class="num">II</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[simular]], [[fingir]] c. propósito de sorna μὴ πρὸς ὃν ... ἐλοιδόρησαν ... εἰρωνεύεσθαι τὰς νῦν φιλοφρονήσεις I.<i>BI</i> 2.298, εἰρωνεύοντο δικαστήρια καὶ κρίσεις hicieron simulacros de tribunales y juicios</i> I.<i>BI</i> 4.334, cf. 1.209, τὸν τῆς ἐπιορκίας ... φόβον Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.233C.<br /><b class="num">2</b> [[tratar irónicamente]], [[burlarse de]] c. ac. de pers. τὸν ἄνθρωπον Him.1.13, αὐτόν Didym.<i>Gen</i>.108.26.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:00, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνεύομαι Medium diacritics: εἰρωνεύομαι Low diacritics: ειρωνεύομαι Capitals: ΕΙΡΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: eirōneúomai Transliteration B: eirōneuomai Transliteration C: eironeyomai Beta Code: ei)rwneu/omai

English (LSJ)

A feign ignorance, so as to perplex, Arist. Rh.1379b31; πρός τινα Pl.Cra.384a; πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11; banter, Arist.Pol.1275b27: generally, dissemble, shuffle, Ar.Av.1211, Pl.Ap.38a, D.60.18. 2 employ understatement, Polystr.p.15 W. II trans., treat with sarcasm, τινά Him.Ecl.1.13.

Spanish (DGE)

I intr.
1 disimular, hablar o actuar con disimulo ocultando la verdad, c. propósito de engaño IP.- οὐκ οἶδα μὰ Δι' ... ΠI.- ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ar.Au.1211, οὐ πείσεσθέ μοι ὡς εἰρωνευομένῳ Pl.Ap.38a, τ[ῆς] δ' [ἀλη] θείας ... μὴ φρον[τ] ίζοντες παρὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἕνεκα τῶν πλησίων εἰρωνεύονται Polystr.Contempt.16.28, καλλιλογεῖτε καὶ εἰρωνεύεσθε ... ὄνομα καλὸν ἔργῳ περιθέντες ἀνοσίῳ D.H.8.32
como signo de falsa modestia ὅ τε γὰρ πλούσιος πένης φησὶν εἶναι, ἐὰν εἰρωνεύηται Arist.Diu.49
actuar con modestia, mostrarse modesto οἱ δὲ μετρίως χρώμενοι τῇ εἰρωνείᾳ καὶ περὶ τὰ μὴ λίαν ἐμποδὼν καὶ φανερὰ εἰρωνευόμενοι χαρίεντες φαίνονται Arist.EN 1127b31
disimular su ignorancia, practicar el disimulo como proc. oratorio o sofístico εἰρωνεύεταί τε πρός με Pl.Cra.384a, cf. Sph.268b
mostrarse evasivo, poner pretextos para evitar comprometerse, D.60.18, εἰρωνεύεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Din.2.11.
2 hablar irónicamente esp. c. propósito de burla, hablar en tono de burla, burlarse εἰρωνεύῃ, ὦ Σώκρατες Pl.Grg.489e, op. σπουδάζεινhablar en serio’, Arist.Rh.1379b30, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ' ἐπισυρμοῦ Chrysipp.Stoic.3.161, cf. Plu.2.199e, Iust.Phil.Dial.101.3, Cyr.Al.Luc.1.130.13
ret. emplear la ironía D.H.Dem.22.6, 54.2, cf. Philostr.VA 1.17.
II tr.
1 simular, fingir c. propósito de sorna μὴ πρὸς ὃν ... ἐλοιδόρησαν ... εἰρωνεύεσθαι τὰς νῦν φιλοφρονήσεις I.BI 2.298, εἰρωνεύοντο δικαστήρια καὶ κρίσεις hicieron simulacros de tribunales y juicios I.BI 4.334, cf. 1.209, τὸν τῆς ἐπιορκίας ... φόβον Bas.Sel.Or.M.85.233C.
2 tratar irónicamente, burlarse de c. ac. de pers. τὸν ἄνθρωπον Him.1.13, αὐτόν Didym.Gen.108.26.

German (Pape)

[Seite 736] med., sich im Reden verstellen, sich unwissend stellen in dem, was man weiß; Plat. Apol. 38 a Spph. 268 b u. öfter; Dem. 60, 18; Arist. Eth. 4, 13; πρός τινα, Dinarch. 2, 11; übh. sich verstellen, Ar. Av. 1211; D. Hal. 9, 60 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

interroger, p. ext. agir avec une feinte ignorance, faire l'ignorant.
Étymologie: εἴρων.

Russian (Dvoretsky)

εἰρωνεύομαι:
1 притворяться незнающим или непонимающим, т. е. лукавить, хитрить Plat., Arst., Dem.;
2 (тж. εἰ. μετὰ γέλωτος Plut.) насмехаться, издеваться Arph.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνεύομαι: ἀποθ., ὑποκρίνομαι ὅτι δὲν γνωρίζω, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν ἵνα περιπλέξω τινά, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 24, Πολ. 3. 2, 2· πρός τινα Πλάτ. Κρατ. 384Α· καθόλου προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, ἤκουσας αὐτῆς οἷον εἰρωνεύεται; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1211, Δημ. 1394. 13· πρβλ. εἰρωνεία.

Greek Monolingual

(AM εἰρωνεύομαι)
1. κοροϊδεύω με λεπτότητα, υπόκριση ή υπαινιγμούς
2. λέω κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον
αρχ.
1. προσποιούμαι άγνοια, υποκρίνομαι με σκοπό να αποκαλύψω το σφάλμα κάποιου
2. διηγούμαι παραλλαγμένη την πραγματικότητα.

Greek Monotonic

εἰρωνεύομαι: αποθ., υποκρίνομαι, δηλ. προσποιητή, ψεύτικη άγνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, προσποιούμαι, προφασίζομαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εἰρωνεύομαι, [from εἴρων
Dep. to dissemble, i. e. feign ignorance, Plat., etc.: generally, to dissemble, shuffle, Ar.