ἀνάστατος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> chassé de sa maison <i>ou</i> de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;<br /><b>2</b> ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />sorte de gâteau léger, <i>litt.</i> « bien levé » (~ soufflé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> [[chassé de sa maison]] <i>ou</i> de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;<br /><b>2</b> ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />sorte de gâteau léger, <i>litt.</i> « bien levé » (~ soufflé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:31, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστᾰτος Medium diacritics: ἀνάστατος Low diacritics: ανάστατος Capitals: ΑΝΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: anástatos Transliteration B: anastatos Transliteration C: anastatos Beta Code: a)na/statos

English (LSJ)

ον, (ἀνίσταμαι) A made to rise up and depart, driven from one's house and home, ἀνάστατον ποιεῖν τινας, ἀνάστατος γίγνεσθαι, Hdt.1.76,177, 7.118, Isoc.4.108, S.OC429, Tr.39. 2 of cities, ruined, laid waste, Hdt.1.155,178, And.1.108, etc.; ἀ. δορὶ χώρα S.Tr.240; δόμους τιθέναι ἀ. Id.Ant. 673; ἀ. ποιεῖν τὰ χωρία Th.8.24; οἴκους ἀ. γεγενημένους Isoc.6.66, cf. Alex.1 D., Men.Inc.2.30 Körte. 3 of arguments, upset, Pl. Sph.252a. 4 c. gen., driven from, deprived of a thing, Χαρίτων Plu.2.613b. 5 unstable, Olymp. in Mete.141.28. II Subst. ἀνάστᾰτος, ὁ, a kind of light bread at Athens, prob. in Ath.3.114a, Paus.Gr.Fr.94.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. expulsado, echado, deportado de Edipo ἀνάστατος αὐτοῖν ἐπέμφθην S.OC 429, cf. Tr.39, Συρίους ... ἀναστάτους ἐποίησε Hdt.1.76, ἀνάστατοι ... ἐγίνοντο Hdt.7.118, cf. Isoc.4.108, κἀκ δόμων ἀνάστατον Diog.Fr.5, Plb.2.9.8, ἀναστάτους γίγνεσθαι τοὺς ἐνοικοῦντας IGBulg.4.2236.13 (Escaptopara III d.C.).
2 de ciudades y lugares devastado Σάρδις Hdt.1.155, cf. 178, Ἀθῆναι X.HG 6.5.35, πόλις IG 12.39.5 (V a.C.), Th.6.76, cf. And.Myst.108, X.Mem.4.2.29, Lys.33.3, Pl.Lg.697d, D.19.39, D.C.36.20.2, Fauorin.Fr.109, χώρα S.Tr.240, cf. Th.8.24, Plb.21.35.2, οἶκοι S.Ant.673, Isoc.6.66.
3 arruinado, destrozado γένος E.Andr.1249, cf. PStras.5.16
πᾶν ἀνάστατον ἐποίει συμπόσιον estropeó completamente (el charlatán) el banquete Plu.2.514c, cf. Men.Epit.166, Col.87, Plu.2.613b
c. gen. privado τῆς τύχης quizá en S.Fr.222.
II 1sublevado, insurrecto συνέβαινεν τὴν δ' Αἴγυπτον ἀ. γείνεσθαι OGI 669.52 (I d.C.).
2 inestable, revuelto Τάρταρος Olymp.in Mete.141.28.
3 invertido de argumentos, Pl.Sph.252a.
III subst. ὁ ἀ. un tipo de bollo o torta Ath.114a, Paus.Gr.α 116.

German (Pape)

[Seite 208] aufgestanden, bes. aus seinem Wohnsitz versetzt od. verjagt, Her. 1, 79. 97. 7, 118 u. sonst; vgl. Soph. O. C. 430 Trach. 39; von Städten u. Ländern, entvölkert, zerstört, verwüstet, ἀναστάτους μὲνπόλεις, ἀνάστατα δὲ ἔθνη Plat. Legg. III, 697 d; neben ἄπολις Plut. Timol. 1; vgl. Soph. Tr. 239 Ant. 690; ἀνάστατον ποιεῖν Her. 1, 155; Τροίαν ἀν. ἐποίησαν Plat. Legg. III, 682 d, sie zerstörten Troja und vertrieben die Einwohner; βαρβάρους Isocr. 4, 37; ἀνάστατον γίγνεσθαι, von Städten, Her. 1, 178; Isocr. 4, 98; οἶκος 3, 55; Antiph. 5, 79 u. sonst oft. – Bei Her. 1, 177 unterthänig, = ὑποχείριος. – Im Aufruhr, Aufstand begriffen, πάντα ἀνάστατα γέγονεν, alles gerieth in Aufruhr, Plat. Soph. 252 a; Plut. vrbdt es mit dem gen., συμπόσιον χαρίτων ἀνάστατον γενόμενον, leer, entblößt von, Symp. 1, 1, 2. – Als subst. ὁ ἀνάστατος, eine Art Backwerk bei den Athenern, etwa ein Auflauf, Valck. Adon. p. 398 b.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 chassé de sa maison ou de son pays : ἀνάστατον ποιεῖν τινα HDT obliger qqn à quitter son pays;
2 ruiné de fond en comble ; dépeuplé, dévasté ; privé de, gén..
Étymologie: ἀνίστημι.
2ου (ὁ) :
sorte de gâteau léger, litt. « bien levé » (~ soufflé).
Étymologie: ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάστᾰτος:
1 изгнанный: ἀνάστατον ποιεῖν τινα Her., Dem., Plut. изгонять кого-л.;
2 разрушенный, разоренный (πόλις Her., Xen., Plat., Plut.; οἶκος Soph.): τὰ κάτω τῆς Ἀσίης ἀνάστατα ποιέειν Her. разорить нижние области Азии;
3 лишенный (χαρίτων ἀνάστατον συμπόσιον Plut.);
4 восставший, мятежный (πάντα ἀνάστατα γέγονεν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστᾰτος: -ον, (ἀνίσταμαι) ὁ ἀναγκασθεὶς νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ ἀπέλθῃ, ὁ ἀποδιωχθεὶς ἐκ τῆς οἰκίας καὶ τῆς πατρίδος του, Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε Ἡρόδ. 1. 76, ― ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐγίνοντο 7. 118, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 22, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 429, Τρ. 39· πρβλ. ἀνασπαστός. 2) ἐπὶ πόλεων σημαίνει κατεστραμμένη, ἠρημωμένη, Ἡρόδ. 1. 155, 178, Ἀνδοκ. 14. 35, κτλ.· ἀν. δορὶ χώρα Σοφ. Τρ. 240, δόμους τιθέναι ἀν. ὁ αὐτ. Ἀντ. 673· ἀν. ποιεῖν τὰ χωρία Θουκ. 8. 24. 3) μετὰ γεν., ἀποδιωχθεὶς ἀπό τινος, ἀποστερηθείς τινος, Πλούτ. 2. 613D. ΙΙ. ὁ περιπεπλεγμένος εἰς ἐπανάστασιν ἢ στάσιν, Πλάτ. Σοφ. 252Α. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀνάστατος, ὁ, εἶδος ἐλαφροῦ, σπογγώδους πλακοῦντος ἐν Ἀθήναις, Ἀθήν. 114Α, πρβλ. Βαλκ. Ἄδωνιν 398Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάστατος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε αταξία
2. μτφ. θορυβημένος, ταραγμένος
αρχ.
1. αυτός που αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του, που διώχθηκε
2. αυτός που βρίσκεται σε επανάσταση
3. (για πόλεις) ερημωμένος, κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίστημι.
ΠΑΡ. αναστατώ (II)
αρχ.
αναστατώ (Ι)].

Greek Monotonic

ἀνάστᾰτος: -ον (ἀνίστᾰμαι),
1. αναγκασμένος να σηκωθεί και να αποχωρισθεί, εκδιωγμένος από το σπίτι του, από τον τόπο του, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πόλεις και χώρες, κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος, αφανισμένος, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

[ἀνίσταμαι]
1. made to rise up and depart, driven from one's home, Hdt.
2. of cities and countries, ruined, laid waste, Hdt., Soph., etc.

English (Woodhouse)

depopulated, desolate, driven from one's country

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)