πομπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) [[ψυχοπομπός]], αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη<br /><b>3.</b> (για άνεμο) [[ούριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπή]] / [[πομπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρομ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) [[ψυχοπομπός]], αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη<br /><b>3.</b> (για άνεμο) [[ούριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπή]] / [[πομπός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[δρομαίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπαῖος Medium diacritics: πομπαῖος Low diacritics: πομπαίος Capitals: ΠΟΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: pompaîos Transliteration B: pompaios Transliteration C: pompaios Beta Code: pompai=os

English (LSJ)

α, ον,
A escorting, conducting, πομπαῖος οὖρος a fair wind, Pi.P.1.34; so of a ship, εἰς ὅρμους… ἐλάτα π. E.IA1322 (lyr.).
II epithet of Hermes, who escorted the souls of the dead to the nether world, A.Eu.91, S.Aj.832, E.Med.759 (anap.), D.L.8.31.

German (Pape)

[Seite 678] auch 2 Endgn, geleitend; οὖρος, Pind. P. 1, 34, d. i. günstiger Wind; der Führer, Aesch. Eum. 91; Ἑρμῆς, Soph. Ai. 819, der die Seelen der Abgeschiedenen in die Unterwelt geleitete, wie Eur. Med. 759, der auch ἐλάταν πομπαίαν vrbdt, I. A. 1323, vom Schiffe; – τὰ πομπαῖα ἄγειν, Eust., = πομπεύω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui conduit, ép. d'Hermès, conducteur des âmes aux enfers.
Étymologie: πομπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπαῖος -α -ον [πομπή] begeleidend:; πομπαῖον ἐλθεῖν οὔρον dat er een gunstige wind komt Pind. P. 1.34; subst. begeleider (van de zielen), epithet van Hermes.

Russian (Dvoretsky)

πομπαῖος:
1 ведущий, провожающий, сопровождающий (Ἑρμῆς Aesch., Soph.);
2 везущий, увозящий (ἐλάτα Eur.);
3 сопутствующий, попутный (οὖρος Pind.).

English (Slater)

πομπαῖος favourable ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.34)

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει
2. (το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη
3. (για άνεμο) ούριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δρομαίος)].

Greek Monotonic

πομπαῖος: -α, -ον (πομπή),
I. αυτός που συνοδεύει, σε Ευρ.· πομπαῖος οὖρος, ούριος άνεμος, ευνοϊκός άνεμος, σε Πίνδ.
II. λέγεται για τον Ερμή, που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πομπαῖος: -α, -ον, (πομπὴ) ὁ προπέμπων, συνοδεύων, π. οὖρος, οὔριος ἄνεμος, Πινδ. Π. 1. 66· οὕτως ἐπὶ πλοίου, ἐς Τροίαν... ἐλάτα π. Εὐρ. Ι. Α. 1322, πρβλ. πομπεύς· π. στρατηγὸς Ἑλλ. Ἐπιγρ. 3348. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ συνοδεύοντος καὶ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὡς τὸ ψυχοπομπός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 91, Σοφ. Αἴ. 832, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 742.

Middle Liddell

πομπαῖος, η, ον πομπή
I. escorting, conveying, Eur.; π. οὖρος a fair wind, Pind.
II. of Hermes, who escorted the souls of the dead, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

escorting, bringing on one's way, escorting on the way

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)