λίγδα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ligda | |Transliteration C=ligda | ||
|Beta Code=li/gda | |Beta Code=li/gda | ||
|Definition= | |Definition=v. [[λίγδος]] ''III''. λιγδαρεοχύται· <b class="b3">οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] λιγδεύει· [[ἀπηθεῖ]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] ἡ, = [[λίγδος]], vgl. [[ἴγδη]], VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] ἡ, = [[λίγδος]], vgl. [[ἴγδη]], VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίγδα''': «ἡ [[ἀκόνη]]. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ λιγδα)<br />το [[λίπος]], [[ιδίως]] το [[χοιρινό]], η [[γλίνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεκές]] από [[λίπος]] ή [[λάδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] του οποίου η [[συναναστροφή]] ρυπαίνει ηθικά τους άλλους<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού [[σαργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίγδα]] (II). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> [[γλίδα]], με [[αντιμετάθεση]] <span style="color: red;"><</span> [[γλίνη]] «[[πηλός]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[λίγδα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[ἀκόνη]], καὶ ἡ [[κονία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[λίγδην]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
v. λίγδος III. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.
German (Pape)
[Seite 43] ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ λιγδα)
το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα
νεοελλ.
1. λεκές από λίπος ή λάδι
2. μτφ. άνθρωπος του οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους
3. κοινή ονομασία του ψαριού σαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ' άλλη άποψη, < γλίδα, με αντιμετάθεση < γλίνη «πηλός»].
(II)
λίγδα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.