προσθήκη: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosthiki
|Transliteration C=prosthiki
|Beta Code=prosqh/kh
|Beta Code=prosqh/kh
|Definition=ἡ, (προστίθημι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[addition]], [[appendage]], [[supplement]], προσθήκας . . μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο <span class="bibl">Hdt.4.30</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1354a14</span>; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>500</span>; <b class="b3">σμικρὰ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>339b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">La.</span>182c</span>; <b class="b3">ἐν προσθήκης μέρει</b> by way of [[appendage]], <span class="bibl">D.11.8</span> (but <b class="b3">ἐν προσθήκῃ μερίς</b> should be read in <span class="bibl">Id.2.14</span>); ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει <span class="bibl">Id.3.31</span>; ἐν π. μοίρᾳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span>2</span>; <b class="b3">προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν</b> serve as [[auxiliaries]], <span class="bibl">D.H.5.67</span>; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span> 62</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[additional payment]], PTeb.296.3 (ii A.D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[qualification]], <b class="b3">ἡ τῆς ἀξίας π</b>. the [[additional qualification]] of merit, <span class="bibl">D. <span class="title">Ep.</span>3.12</span>; πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου <span class="bibl">Id.23.75</span>: hence, [[adjective]], Gal.11.74, Dosith.p.398 K. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[accident]], [[circumstance]], τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν <span class="bibl">Alex.271.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[aid]], [[assistance]], προσθήκῃ θεοῦ <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>38</span>; <b class="b3">ἡ τῶν νόμων π</b>. <span class="bibl">D.25.24</span>; <b class="b3">αἱ λαχάνων π</b>., [[proverb|prov.]] of what gives no help, <span class="bibl">Diogenian.2.52</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[particle]], Longin.21.2; of expletives, π. κεναί <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>55</span>.</span>
|Definition=ἡ, ([[προστίθημι]])<br><span class="bld">A</span> [[addition]], [[appendage]], [[supplement]], προσθήκας.. μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Hdt.4.30, cf. Arist.''Rh.''1354a14; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι A.''Ag.''500; <b class="b3">σμικρὰ π.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 339b, cf. ''La.''182c; <b class="b3">ἐν προσθήκης μέρει</b> by way of [[appendage]], D.11.8 (but <b class="b3">ἐν προσθήκῃ μερίς</b> should be read in Id.2.14); ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει Id.3.31; ἐν π. μοίρᾳ Luc.''Zeux.''2; <b class="b3">προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν</b> serve as [[auxiliaries]], D.H.5.67; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν Plu.''Ant.'' 62.<br><span class="bld">b</span> [[additional payment]], PTeb.296.3 (ii A.D.), etc.<br><span class="bld">2</span> [[qualification]], <b class="b3">ἡ τῆς ἀξίας π.</b> the [[additional qualification]] of merit, D. ''Ep.''3.12; πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου Id.23.75: hence, [[adjective]], Gal.11.74, Dosith.p.398 K.<br><span class="bld">3</span> [[accident]], [[circumstance]], τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν Alex.271.5.<br><span class="bld">II</span> [[aid]], [[assistance]], προσθήκῃ θεοῦ S.''OT''38; <b class="b3">ἡ τῶν νόμων π.</b> D.25.24; <b class="b3">αἱ λαχάνων π.</b>, [[proverb|prov.]] of what gives no help, Diogenian.2.52.<br><span class="bld">III</span> [[particle]], Longin.21.2; of expletives, π. κεναί Demetr.''Eloc.''55.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσθήκη -ης, ἡ [προστίθημι] toevoeging, uitweiding:; προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο mijn verhaal zocht vanaf het begin naar uitweidingen Hdt. 4.30.1; van pers. aanhang(sel):. ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει γεγένησθε jullie zijn afgezakt tot de rol van dienaar en aanhang Dem. 3.31; προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν hij was het slaafje van de vrouw Plut. Ant. 62.1. hulp, bijstand:. προσθήκῃ θεοῦ door de hulp van een god Soph. OT 38.
|elnltext=προσθήκη -ης, ἡ [προστίθημι] toevoeging, uitweiding:; προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο mijn verhaal zocht vanaf het begin naar uitweidingen Hdt. 4.30.1; van pers. aanhang(sel):. ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει γεγένησθε jullie zijn afgezakt tot de rol van dienaar en aanhang Dem. 3.31; προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν hij was het slaafje van de vrouw Plut. Ant. 62.1. hulp, bijstand:. προσθήκῃ θεοῦ door de hulp van een god Soph. OT 38.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθήκη Medium diacritics: προσθήκη Low diacritics: προσθήκη Capitals: ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Transliteration A: prosthḗkē Transliteration B: prosthēkē Transliteration C: prosthiki Beta Code: prosqh/kh

English (LSJ)

ἡ, (προστίθημι)
A addition, appendage, supplement, προσθήκας.. μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Hdt.4.30, cf. Arist.Rh.1354a14; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι A.Ag.500; σμικρὰ π. Pl.R. 339b, cf. La.182c; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, D.11.8 (but ἐν προσθήκῃ μερίς should be read in Id.2.14); ἐν ὑπηρέτου καὶ π. μέρει Id.3.31; ἐν π. μοίρᾳ Luc.Zeux.2; προσθήκης μοῖραν ἐπέχειν serve as auxiliaries, D.H.5.67; [Ἀντώνιος] π. τῆς γυναικὸς ἦν Plu.Ant. 62.
b additional payment, PTeb.296.3 (ii A.D.), etc.
2 qualification, ἡ τῆς ἀξίας π. the additional qualification of merit, D. Ep.3.12; πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις προσθῆκαι δύο, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου Id.23.75: hence, adjective, Gal.11.74, Dosith.p.398 K.
3 accident, circumstance, τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν Alex.271.5.
II aid, assistance, προσθήκῃ θεοῦ S.OT38; ἡ τῶν νόμων π. D.25.24; αἱ λαχάνων π., prov. of what gives no help, Diogenian.2.52.
III particle, Longin.21.2; of expletives, π. κεναί Demetr.Eloc.55.

German (Pape)

[Seite 766] ἡ, Zusatz, Zugabe, Anhang; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προσθήκη πέλοι, möge der Schluß gut sein, Aesch. Ag. 496; θεοῦ, das Dazuthun des Gottes, die Hülfe, Soph. O. R. 38, Schol. ἐπικουρία; – προσθήσομεν αὐτῷ οὐ σμικρὰν προσθήκην, Plat. Lach. 182 c. Anders Dem. 23, 75, πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου, Alles hat zwei Seiten; – Vermehrung; dah. bei Her. 4, 30 Einschiebsel in eine Erzählung; Beiwerk, neben ἔντεχνον Arist. rhet. 1, 1, u. oft; Abschweifung von der Hauptsache, Sp.; – Dem. vrbdt oft ἐν προσθήκης μέρει, z. B. 2, 14; auch ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει, 13, 31, wie wir auch »Nebensache« brauchen; nachgeahmt von Luc. Zeux. 2. – Bei den Gramm. die Partikel, vgl. Longin. de sublim. 21, 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 addition, développement, suite ; particul. digression;
2 accessoire : ἐν προσθήκης μέρει DÉM à titre d'accessoire ou de hors-d'œuvre;
3 assistance donnée par les dieux.
Étymologie: προστίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσθήκη -ης, ἡ [προστίθημι] toevoeging, uitweiding:; προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο mijn verhaal zocht vanaf het begin naar uitweidingen Hdt. 4.30.1; van pers. aanhang(sel):. ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει γεγένησθε jullie zijn afgezakt tot de rol van dienaar en aanhang Dem. 3.31; προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν hij was het slaafje van de vrouw Plut. Ant. 62.1. hulp, bijstand:. προσθήκῃ θεοῦ door de hulp van een god Soph. OT 38.

Russian (Dvoretsky)

προσθήκη:
1 приложение, добавление, дополнение, вставка, Her., Arst.: ἐν προσθήκης μέρει Dem. в порядке добавления;
2 ирон. (об Антонии) придаток, привесок (π. τῆς γυναικός, sc. Κλεοπάτρας Plut.);
3 завершение, окончание: εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι π. πέλοι Aesch. пусть все кончится как нельзя лучше;
4 способ, форма, сторона: πᾶσίν εἰσι πράγμασι δύο προσθῆκαι Dem. все имеет две стороны;
5 содействие, помощь (θεοῦ Soph.);
6 грам. частица.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προστίθημι
1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ.
γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.)
2. συμπλήρωση, επαύξηση
3. το μέρος που προστίθεται, το συμπλήρωμα
νεοελλ.
(κυρίως για κτίσματα) επέκταση
αρχ.
1. πρόσθετη πληρωμή
2. (σχετικά με αξία) πρόσθετος χαρακτηρισμός («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου», Δημοσθ.)
3. γεγονός, απλό περιστατικό («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῖν», Αλεξ.)
4. βοήθεια, αρωγή, επικουρία (α. «προσθήκη τῆς γυναικὸς ἦν», Πλούτ.
β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», Δημοσθ.)
5. γραμμ. μόριο («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος», Λογγίν.)
6. τόκος
7. πρόοδος
8. το τμήμα της εκκλησίας που είναι πρόσθετο στο ιερό.

Greek Monotonic

προσθήκη: ἡ (προστίθημι),
I. 1. προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἐν προσθήκης μέρει, με τον τρόπο του παραρτήματος, σε Δημ.
2. κάτι που προστίθεται, συμβαίνει, συμβάν, περίσταση, στον ίδ.
II. βοήθεια, συνδρομή· προσθήκῃ θεοῦ, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προσθήκη: ἡ, (προστίθημι) ὡς καὶ νῦν, προσθήκη, παράρτημα, συμπλήρωμα, μάλιστα ἐν βιβλίῳ, προσθήκας... μοι ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Ἡρόδ. 4. 30, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3· εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι πρ. πέλοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 500· σμικρὰ πρ. Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Λάχ. 182C· ἐν προσθήκης μέρει, ἐν εἴδει παραρτήματος, Δημ. 22. 4, 154, 18· ἐν ὑπηρέτου καὶ πρ. μέρει ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν πρ. μοίρᾳ Λουκ. Ζεῦξις 2· προσθήκης μοῖραν ἐπεῖχον, ἦσαν εἶδος προσθήκης, Διον. Ἁλ. 5. 67· [Ἀντώνιος] πρ. τῆς γυναικὸς ἦν, σύμμαχος, ἐπίκουρος, Πλουτ. Ἀντών. 62 (ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ): ἐντεῦθεν, 2) συμβεβηκός τι, ἁπλῆ τις περίστασις, Δημ. 1477· 20 πᾶσίν εἰσι πράγμασι προσθῆκαι δύο, πάντα τὰ πράγματα ἔχουσι δύο τρόπους ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. 645. 3, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 631, Παροιμιογρ. ΙΙ. βοήθεια, συνδρομή, ἐπικουρία. προσθήκῃ θεοῦ Σοφ. Ο. Τ. 38· μάλιστα ἐπὶ προσθέτου βοηθείας, τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι Δημ. 777. 1. ΙΙΙ. μόριον (γραμμ.), ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ πάθος Λογγῖν. 21. 2.

Middle Liddell

προσθήκη, ἡ, προστίθημι
I. an addition, appendage, appendix, Hdt., Aesch.; ἐν προσθήκης μέρει by way of appendage, Dem.
2. something added, an accident, Dem.
II. assistance, προσθήκῃ θεοῦ Soph.

English (Woodhouse)

addition, something added, what is added

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προστίθημι → πρός + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.